Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΤΑΠΕΙΝΩΣΗ


Ανήμερα των Θεοφανείων ετοιμαζόσουν για εθιμοτυπική επίσκεψη. Έπιασες το ξυραφάκι για να φτιάξεις λείο προσωπάκι, ιδανικό για φίλημα. Κοιταζόσουν στον καθρέφτη και καμάρωνες ενώ ταυτόχρονα άκουγες τον αγαπημένο σου σταθμό στο ραδιόφωνο. Άνοιξες τη βρύση, ξέπλυνες το ξυράφι απ’τη σαπουνάδα, το ξανακούμπησες πάνω στο δέρμα σου και με μια κίνηση το έγδαρες από τη φαβορίτα προς το πηγούνι. Σε περίμεναν στου φίλου σου του Φώτη, η γυναίκα του, μια καταπληκτική μαγείρισσα, θα είχε συνθέσει ένα σωρό νοστιμιές με μοσχαράκι και ζυμαρικά αλλά και με πίτες των οποίων το φύλλο άνοιγε η ίδια με περισσή αγάπη για τον άντρα της και τα κοντινά τους πρόσωπα. Κόκκινο κρασί θα συνόδευε το γιορτινό τραπέζι και γλυκά από σοκολάτα και σιρόπι θα ολοκλήρωναν τα κεράσματα της βραδιάς. Σου άρεσαν όλα αυτά, τα εκτιμούσες γιατί σου χανε λείψει. Το έντερό σου είχε απηυδίσει από τις πίτσες και το πρόχειρο φαγητό.
Φορούσες μόνο το φανελάκι σου, το άσπρο βαμβακερό σου φανελάκι για να μη βρέξεις το ροζ σινιέ πουκάμισο που χες επιλέξει για την περίσταση. Καλοσιδερωμένο σε περίμενε με επισημότητα μέσα στην ντουλάπα. Αγκάλιαζε τρυφερά την κρεμάστρα ενώ από κάτω του έστεκε διπλωμένο στα δύο και μόλις παραδομένο και περιποιημένο απ’ το καθαριστήριο το μαύρο σου παντελόνι το οποίο επίσης τιμούσες μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις. 
Κόσμος πολύς θα γέμιζε το σαλόνι του Φώτη, πηγαδάκια και παρέες θα βουίζαν σα μελίσσι καθώς οι ομιλίες και οι συζητήσεις τους θα αναμειγνύονταν. Κάπου εκεί θα κόλλαγες κι εσύ, να μιλήσεις, να γελάσεις, να ευχηθείς. Οι πιο πολλοί θα ήτανε γνωστοί σου, κάποιους άλλους θα τους συναντούσες πρώτη φορά. Ιδιαίτερα κοινωνικός χαρακτήρας, δε θα δυσκολευόσουν να κάνεις νέες γνωριμίες ακόμα και να δημιουργήσεις καινούργιες φιλίες. 
Το ξύρισμα είχε σχεδόν τελειώσει. Μόνο δυο-τρεις λεπτομέρειες υπολείπονταν. Έπιασες να τις φροντίσεις και τότε το μυαλό σου έτρεξε σε κεινη. Το χέρι σου σταμάτησε, πάγωσε. Το ξυράφι διείσδυσε στο κρέας σου. Έπαιζε το τραγούδι που σου τη θύμιζε. Η καρδιά σου άρχισε να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Ανέπνεες πιο βαθειά και πιο δύσκολα. Τα μάτια σου είχαν καρφωθεί στο θαμπό γυαλί του καθρέφτη. Ένιωθες ένα τσίμπημα που πλέον κρατούσες μόνο για τον εαυτό σου. Δεν το εξωτερίκευες, δεν το εκδήλωνες πια σε κανένα.
Το αίμα έσταξε κατακόκκινο και άπλωσε στο νιπτήρα. Κράτησες με το δάχτυλό σου το πληγωμένο σημείο, ενώ με το άλλο χέρι άνοιξες το ντουλαπάκι κι έψαξες για τσιρότο. Το απολύμανες πρώτα με οινόπνευμα. Έτσουζε. Μέχρι όμως να έφτανες στο φιλικό σου σπίτι, θα χε επουλωθεί. Αυτές οι πληγές κλείνουν εύκολα.
Κοίταξες το ρολόι, είχε πάει εννιά. Έπρεπε να βιαστείς γιατί προβλεπόταν κοσμοσυρροή στους δρόμους της Αθήνας. Ντύθηκες, πασάλειψες τα μαλλιά σου με τζελ και ψέκασες το λαιμό σου με το καλό σου άρωμα.
Χωρίς να κωλισυεργήσεις περισσότερο, άρπαξες τα κλειδιά του τογιότα σου απ’ το κομοδίνο, φόρεσες το καφέ κοτλέ σου σακάκι και κατευθύνθηκες προς την πλησιέστερη κάβα με ποτά.
Διάλεξες ένα καλόγουστο καλάθι με μπουκάλια από ουίσκι και ξαναμπήκες στο αυτοκίνητό σου. 
Πάρκαρες δυο στενά πιο πάνω απ’ την πολυκατοικία του Φώτη. Με ανοιχτό βήμα, βρέθηκες σύντομα στην είσοδο. Το κουδούνι του ήταν ψηλά ψηλά. Το πίεσες και σε τύφλωσε το κίτρινο φως της κάμερας. Ακούστηκε η φωνή του εορταζόμενου που πάντα σε περιέπαιζε καλοπροαίρετα. Έσπρωξες τη βαριά πόρτα ασφαλείας κι αμέσως κάλεσες το ασανσέρ. Άρχισες ν’ ανεβαίνεις προς τον τέταρτο όροφο ενώ στο μεταξύ περιεργαζόσουν στον καθρέφτη το σημαδάκι στο μάγουλό σου. Είχε γίνει σκούρο, σχεδόν είχε ξεραθεί. Ο ανελκυστήρας σταμάτησε στον όροφο που είχες επιλέξει. Βγήκες ελαφρώς αγχωμένος, δεν μπορούσες να προσδιορίσεις ακριβώς το γιατί. Αφού ένιωθες δυνατός, είχες πείσει τον εαυτό σου ότι δε σε ένοιαζε. Εξάλλου είχε μεσολαβήσει και χρονικό διάστημα ενός χρόνου. Η απόφαση ήταν δική σου αποκλειστικά. Ασφυκτιούσες σε μια συγκατοίκηση που δεν είχε καμιά προοπτική εξέλιξης. Όλα έσβησαν ήρεμα, δε χρειάστηκαν φωνές. Μια μέρα έφυγες απλά αφήνοντας τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι του καθιστικού και λίγο καιρό αργότερα ήρθες και μάζεψες τα πράγματά σου. Προτίμησες το δρόμο αυτό παρά ένα γάμο, δύο παιδιά κι ένα διαζύγιο. 
Στάθηκες ίσιος μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος. Σε καλωσόρισε η ευγενική οικοδέσποινα με το λαμπερό της χαμόγελο. Σ’ ευχαρίστησε για το δώρο σου και κατόπιν σου δειξε γλυκά πού να καθίσεις. Η ματιά σου πλανήθηκε στο χώρο. Δεν ήταν εκεί. Έβγαλες το πακέτο με τα τσιγάρα κι άναψες ένα μέχρι να σου φέρουν κάτι να πιεις. Αμέσως κατέφθασε ο Φώτης. Τον φίλησες σταυρωτά και εκφράστηκες με τυπικές λέξεις αλλά με ουσιαστικό συναίσθημα. Στα δεξιά σου ο μπουφές σου χε σπάσει τη μύτη αλλά σ’αυτόν θα περνούσες σε λιγάκι, αφού έπινες τη βότκα σου κι αφού έδινε το έναυσμα η κυρία του σπιτιού. Οι χαιρετούρες έδιναν κι έπαιρναν, το απαιτούσε άλλωστε κι η βραδιά. Κάπνιζες μανιωδώς σα να μην απολάμβανες τη γιορτή, σαν κάτι να σε ενοχλούσε. Ο καπνός φιλτραριζόταν στα πνευμόνια σου, τα έκαιγε και έβρισκε διέξοδο από τα ρουθούνια σου. Είχες χαμηλώσει το βλέμμα, κοίταγες το εμπριμέ χαλί που ζέσταινε το χώρο. Σε μια στιγμή ήρθε και θρονιάστηκε δίπλα σου ο πειρασμός, ο σατανάς ο ίδιος μαυροφορεμένος. Εντυπωσιακή, αδύνατη και ψηλή με λίγο αγριεμένα έντονα ζυγωματικά, με φόρεμα ντεκολτέ, μίνι, με μαύρο μους καλσόν και γοβάκια επίσης μαύρα γυαλιστερά. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα κότσο, οι βλεφαρίδες της φορτωμένες από πηχτή μάσκαρα, ενώ τα χείλη της βαμμένα με κόκκινο βαθύ κραγιόν. Σε καλησπέρισε με προκλητικό χαμόγελο και ζήτησε τη φωτιά σου. Δεν την είχες ξαναδεί, ήταν φίλη της γυναίκας του Φώτη. Σε ρώτησε το όνομά σου, τη σχέση σου με τον εορταζόμενο και σου ξαναγέμισε το κρυστάλλινο ποτήρι με βότκα. Δέχτηκες πρόθυμα το οινόπνευμα από τα χέρια της και άκουσες με ενδιαφέρον το βιογραφικό της. Η βραδιά εξελισσόταν ευχάριστα. Είχες καλή συντροφιά, ανάκτησες το κέφι σου, διασκέδαζες με την αμαρτία την προσωποποιημένη. 
Σε κάποια φάση χτύπησε το κουδούνι. Κοινός τόπος: όσοι επιθυμούν να κάνουν εντύπωση έρχονται στο τέλος. Έριξες τη ματιά σου στην είσοδο. Ήταν εκείνη. Την είδες να εισέρχεται χαμογελαστή και όπως πάντα κοκέττα. Δε σηκώθηκες απ’ τη θέση σου, παρέμεινες σταθερός όπως και στις απόψεις σου. Έσφιγγε τα χέρια κι άλλοτε λέρωνε τα μάγουλα των καλεσμένων. Έκανες πως δεν την κοίταζες. Κι όμως η ψυχή σου έβραζε. Γιατί ήρθες στη γιορτή εφόσον γνώριζες ότι θα την τράκαρες; Μπα! Καλά έκανες και ήρθες!!! Ήσουν πολύ εγωιστής ώστε να αρνηθείς το φίλο σου για το χατήρι της. Πλησίασε και προς τη μεριά σου. Σου δωσε την παλάμη της ψυχρά κι έκατσε απέναντι. Σε ανακούφισε το γεγονός ότι δε συνοδευόταν από κάποιον. Τουλάχιστον ήταν μόνη. Αυτό ήταν όμως που ήθελες για εκείνη; Τη μοναξιά; Όχι δεν ήσουν δα και τόσο μικρόψυχος. Και τι ήθελες εν τέλει; Να στε μαζί; Ούτε αυτό! Αν το ήθελες δε θα χες φύγει. Θα χες μείνει. Ίσως και να χες παντρευτεί. Λοιπόν; Ήξερες τι ήθελες; 
Ο πειρασμός σου ζήτησε να βγείτε στο μπαλκόνι. Είχε σκάσει από τη δυνατή θέρμανση. Ποιος νοιαζόταν πλέον για τα λαχταριστά εδέσματα; Σε πήρε απ’ το χέρι σαν παιδί. Σκοπός της ήταν να σε απομονώσει, μάλλον να απομονωθείτε μαζί. Δεν της έφερες αντίρρηση. Σου μιλούσε ακατάπαυστα, σε πολιορκούσε στενά. Το άρωμά της μεθυστικό, τα τεράστια πράσινα μάτια της σε ζάλιζαν και σε αναστάτωναν. Άρχισες να γελάς, δεν ένιωθες το κρύο στο μπαλκόνι. Σε ανέκρινε. Τι θα έκανες μετά, πού θα συνέχιζες. Δεν είχες κανονίσει κάτι συγκεκριμένο. Γενικά σου άρεσε το ‘’ό,τι προκύψει’’, η τελευταία στιγμή. Σου πρότεινε ωμά να πάτε σπίτι της. Σοκαρίστηκες, παρότι το κανες συχνά τελευταία. Τη ρώτησες τι έψαχνε από σένα. ‘’Πάντως όχι να σε παντρευτώ’’, σου δήλωσε κυνικά. Δεν μπορούσες να την αποφύγεις. Είχες θολώσει. Ένιωθες τα ένστικτά σου να σε φουντώνουν, αδύνατο να αντισταθείς. Το παντελόνι σου προέδιδε πόσο είχες ερεθιστεί. Ήταν καλή ευκαιρία για σένα. Καλή ευκαιρία γιατί άραγε; Για την εκτόνωση της σάρκας; Για την πρόσκαιρη απόλαυση; Για την ικανοποίηση των ζωωδών αυτών ενστίκτων; Ή μήπως για την εκδίκηση απέναντι στο πρόσωπό της; Τι σου χε κάνει και άξιζε εκδίκηση; Σου χε φάει πέντε από τα καλύτερά σου χρόνια; Σε είχε αφήσει να πιστεύεις ότι είναι η μάνα των παιδιών σου στο άμεσο μέλλον; Σε παραμελούσε δουλεύοντας αχόρταγα αριστερά και δεξιά και μη βρίσκοντας χρόνο για εσάς ούτε καν την Κυριακή...; 
Μπήκατε μέσα για να πάρει η κούκλα το παλτό της. Ευχαριστήσατε θερμά το ζευγάρι και καληνυχτίσατε τους παρευρισκομένους. Η συμπεριφορά σου δεν ήταν ό,τι κομψότερο για τον εορτάζοντα αλλά δεκάρα δεν έδινες. Ούτε που είδες τι έκανε η πρώην συμβία σου. Είχες περάσει σε μια εκστασιακή κατάσταση. Ορμήσατε λυσσασμένα στο αμάξι σου και γκάζωσες φουριόζος για το σπίτι της. Ευτυχώς δεν ήταν μακριά. Σου ψέλλισε να σταματήσεις όπου μπορούσες δεξιά. Πάτησες απότομα φρένο ενώ τ’ αριστερό σου πόδι βυθίστηκε στο συμπλέκτη. Τράβηξες χειρόφρενο, κλείδωσες και κατεβήκατε. Το λεπτό της χέρι γύρεψε τα κλειδιά του σπιτιού της μέσα στο μαύρο δερμάτινο τσαντάκι της. Γελούσατε κι οι δύο ενώ τη φιλούσες πότε στο στόμα και πότε στο μάγουλο, ενίοτε τη δάγκωνες και την κολάκευες με κλασικές ξεπερασμένες φιλοφρονήσεις. Για πότε μπουκάρατε στην κρεβατοκάμαρά της ούτε που το αντιλήφθηκες. Σε χρόνο ρεκόρ σε είχε γυμνώσει ενώ άρχιζε να κάνει κι αυτή το ίδιο με τα δικά της ρούχα. Είχες ξετρελαθεί. Αισθανόσουν πολύ ευτυχής που χες ψαρέψει τέτοια γυναίκα. Και μάλιστα είχε εκείνη προσφερθεί πρώτη οικειοθελώς. Ω, ναι. Εσύ δεν έφερες ευθύνη. Απλά δεν αντέδρασες. Άρχισες να της κάνεις έρωτα βίαια και συνάμα αισθησιακά. Δε σε ένοιαζε καθόλου αυτό που ονομάζουμε ‘’ψυχική επαφή’’. Δε σ’ ενδιέφερε που δεν ήξερες σχεδόν τίποτα για το άτομο αυτό. Σ’ άρεσε που ζούσες έτσι. Δεν ήταν η πρώτη φορά μετά το χωρισμό σου που διάλεγες να περπατήσεις πάνω σ’ αυτό το δρόμο: το δρόμο της αυτοταπείνωσης. Το δρόμο της φτήνιας και της αναξιοπρέπειας. Της βραχύβιας απόλαυσης. Τι κι αν την άλλη μέρα ένιωθες ένα πελώριο κενό! Πιο μόνος από ποτέ. Θεωρούσες ότι έκανες το σωστό, ότι ζούσες για το τώρα, για το σήμερα κι έτσι έπρεπε. Είχες κουραστεί να μελαγχολείς, να αναπολείς το παρελθόν. Αδιαφορούσες που σε μάλωναν λέγοντάς σου ότι γίνεσαι αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης της καθεμιάς. Εσύ το έπαιρνες πάνω σου, περηφανευόσουν και έτρεμες μήπως ένα όχι σου χαρακτηριστεί ως ηλιθιότητα απ’ τη μεριά σου. Ίσως μ’αυτό τον τρόπο θιγόταν ο ανδρισμός σου και μειωνόταν η φήμη σου στην πιάτσα. Είχες συμπληρώσει τα τριαντατέσσερα αλλά καρφί δε σου καιγόταν. Αυτή είναι η κατάλληλη ηλικία για να χαρείς. Ούτε μικρός να ντρέπεσαι και να ψάχνεσαι αλλά ούτε και μεγάλος να μην αντέχεις και να μην είσαι αρκετά επιθυμητός κι αποδοτικός.
Το κρεβάτι ήταν πια σκέτη κόλαση. Είχες ιδρώσει και σταγόνες απ’ το στήθος σου έσταζαν πάνω στη μελαχρινή καλλονή. Έκλεινες τα μάτια σου κι η ηδονή διαπερνούσε όλο σου το κορμί. Δεν ήθελες να τελειώσει, η κοπέλα ήταν άψογη. Μεγάλη τύχη πραγματικά. 
Οι σούστες έτριζαν, σίγουρα σας άκουγαν στο διπλανό διαμέρισμα. Αδύνατο να κρατηθείς κι άλλο. Οι αναστεναγμοί της επιβεβαίωναν το τι σπουδαίο αρσενικό είσαι. Η αποκορύφωση πλησίαζε. Λίγο ακόμα και θα ηρεμούσες. Η κοπέλα δεν αναστέναζε μόνο αλλά έσκουζε και τσίριζε. Είχε μπήξει τα νύχια της μέσα στα χέρια σου. Η ταχύτητά σου αυξήθηκε. 
Τραβήχτηκες απότομα και ξέσπασες επάνω της. Την είχες ξεθεώσει. Ήσασταν ο ένας αντάξιος του άλλου. Έγειρες δίπλα της λαχανιασμένος κι άναψες τσιγάρο. Απέφευγες να την κοιτάξεις. Φύσαγες τον καπνό και προσπαθούσες να ξεκουραστείς. Σε πέντε λεπτά είχες ήδη σηκωθεί. Δε φοβόσουν να οδηγήσεις. Όφειλες να γυρίσεις σπίτι. Η επομένη ήταν εργάσιμη. Κούμπωσες το πουκάμισό σου, ανέβασες το φερμουάρ του παντελονιού σου, καληνύχτισες την όμορφη γυναίκα κι έκλεισες την πόρτα χωρίς περισσότερες περιστροφές. 
Ολόκληρο το κείμενο εδώ!