Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Ακούτε;;; (για ολόκληρο πατήστε κλικ παρακάτω)

Ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε. Δεν είχε δηλωθεί νεκρός, ούτε εξαφανισμένος. Είχε δώσει εντολή, απλά να μην τον αναζητήσουν.
Τις εβδομάδες μετά την εξαφάνισή του, την εθελούσια αποχή του, σημειώθηκαν κάποια συμβάντα που οι φίλοι του, που τον γνώριζαν καλύτερα, τα συνέδεσαν με τον Μάνο.
Μια πυρκαγιά στο τμήμα σύγχρονης τέχνης ενός μουσείου στη Νέα Υόρκη. Συγκεκριμένα, κάηκαν τα πιο πρόσφατα έργα που η τιμή πώλησής τους είχε ανέβει ανεξήγητα ψηλά, δίχως ούτε η αξία του καλλιτέχνη να την δικαιολογεί, ούτε οι εμετικοί κριτικοί να μπορούν να την υπερασπίσουν.
Κατόπιν ανατινάχτηκαν πέντε ( που είναι και τα μοναδικά παγκοσμίως ) εργοστάσια παραγωγής για μπάλες του γκολφ. Αυτό είχε αλυσιδωτές συνέπειες.
Κλείσανε λόγω πτώχευσης τα εργοστάσια κατασκευής μπαστουνιών γκολφ.
Τα γήπεδα γκολφ μετατράπηκαν σε πάρκα για το κοινό. Εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό εξοικονομήθηκαν και πολλές περιοχές γλίτωσαν από την λειψυδρία.
Χιλιάδες άνθρωποι αφιέρωσαν τον χρόνο τους σε πιο δημιουργικές ασχολίες από το να χτυπάνε ένα μπαλάκι.(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

<>
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ (και μοναδικό)
Είχε ζητήσει να την αφήσουν μόνη της. Αυτή την φορά όμως όχι επειδή δεν άντεχε τον εαυτό της. Οι φίλες, η αδερφή της, η μητέρα της κλείσανε την πόρτα βγαίνοντας.

Στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη. Θαύμασε το είδωλό της. Ναι, ήταν όμορφη. Και άλλες φορές, στο παρελθόν, αισθανόταν όμορφη. Ίσως και πιο ωραία απ’ όσο σήμερα. Αλλά ποτέ δεν είχε δεχτεί αυτό το όμορφο συναίσθημα στο σύνολό του.
Πάντα έλεγε ότι δεν ήταν αρκετό, πάντα ένιωθε ανικανοποίητη και πολλές φορές φερόταν εγωιστικά.
Σήμερα ήξερε ότι δεν είχε και πολύ σημασία ή, μάλλον ήταν μάταιο να είναι τόσο υπερβολική όταν ένιωθε ικανοποιημένη. Και ούτε έπρεπε να νιώθει άσχημα που κάποιες φορές επέτρεπε στον εγωισμό της να εκφραστεί. Δεν έβλαπτε κανέναν. Αντίθετα, ωφελούσε τον εαυτό της.
«Είμαι πολύ ωραία νύφη. Έχω δει και πιο ωραίες. Αλλά είμαι όσο ωραία θα ήθελα να είμαι» είπε.
«Και ευτυχισμένη»
Και άλλες φορές ήταν ευτυχισμένη. Αλίμονο. Ένα σωρό άνθρωποι ήταν ένα σωρό φορές, ευτυχισμένοι.
Όπως η ίδια.
Και όλοι αυτοί, νοσταλγούνε τις στιγμές ευτυχίας τους. Επειδή τους φαίνονται τόσο σπάνιες. Επειδή στον πυρήνα της στιγμής ένιωθαν τόσο ζωντανοί. Επειδή τις κατέστρεφαν οι ίδιοι αυτές τις στιγμές. Επειδή απαιτούσαν να διαρκέσουν για πάντα, ενώ ήξεραν πόσο εφήμερες ήταν.
Και γι’ αυτό θόλωναν την λάμψη αυτών των στιγμών τους, γεμίζοντάς τις παράλληλα με αγωνία και θλίψη, χωρίς να συγκεντρώνονται απόλυτα στην απόλαυση της έντασης, του ύψους, της καθαρότητας και της οποιασδήποτε διάρκειας.
Έτσι ανησυχούσε και η ίδια, αφού δεν άφηνε τον εαυτό της να χαρεί κοιτώντας και αγκαλιάζοντας αυτό που της συνέβαινε. Το σύνολο των στιγμών αυτών, σε όποιον ήταν τυχερός να τις ζήσει και να τις κρατήσει, είναι που θυμόμαστε για πάντα. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, αφού είχε καρφωμένο το βλέμμα της μόνο στο τέλος; Ένα τέλος που της φαινόταν απεχθές και γεμάτο πόνο. Ενώ, ένα τέλος είναι απλά ένα τέλος. Ένα σημείο. Τίποτε περισσότερο από μια ανάποδη αρχή - χωρίς απαραίτητα να σηματοδοτεί μια νέα αρχή, αλλά να την εκβιάζει.
Τέλος. Κάτι που έχει όση σημασία θέλουμε εμείς να το ντύσουμε
Κάτι που δεν έχει συνέχεια ή διάρκεια αλλά αρέσει στους ανθρώπους να το τραβάνε μέχρι να ξεχειλώσει.
Τώρα πια η νύφη μας, όμως,είχε μάθει για αυτό το σημείο και δεν την ανησυχούσε, δεν το φοβόταν πια. Δεν την τρόμαζε. Δεν το πολεμούσε. Δεν προσπαθούσε να το αποφύγει καταστρέφοντας ό,τι θα μπορούσε να το γεννήσει. Την αρχή και την διάρκεια όποιας ευτυχισμένης στιγμής, ώρας, περιόδου. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η φίλη της, η Ζωή, μπήκε κρατώντας ένα ποτήρι και μια μπύρα Duvel. Τα άφησε στο τραπεζάκι, της χαμογέλασε, την αγκάλιασε σφιχτά.
Μείνανε έτσι για ένα λεπτό, ένα λεπτό γεμάτο στιγμές. Αμίλητες. Τέτοιες στιγμές δεν χρειάζεται να μιλάνε, ένιωθε η μία την άλλη. Ένιωθαν, επειδή πλέον μιλούσανε όλες τις προηγούμενες στιγμές που συναντιόντουσαν. Και είχε πάψει πια η νύφη να αισθάνεται αμήχανα από την σιωπή, όπως και από τις μεγάλες και σφιχτές αγκαλιές. Ήταν συναρπαστικό πόσα νέα, όμορφα αισθήματα είχε από παλιά πράματα, απλά ιδωμένα από άλλη γωνία. Είχε χάσει, τόσα χρόνια, υπέροχες σιωπές και δυνατές αγκαλιές πολύτιμης αγάπης.
Όχι πια όμως.
Η Ζωή, το ίδιο σιωπηλά βγήκε και έκλεισε την πόρτα.
Η νύφη ήπιε μια γουλιά μπύρα. Ακόμα και η μπύρα λειτουργούσε πια μέσα της σαν ενισχυτικό της διάθεσής της και όχι σαν απολυμαντικό, καθαρτικό ή καταφύγιο των άσχημων αισθημάτων όταν την κατέκλυζαν. Ή μάλλον, όταν αυτή τα προσκαλούσε να την σκεπάσουν για να μην μπορεί να βλέπει και να ακούει.
Σε δύο ώρες θα παντρευόταν. Χωρίς σοβαρές αμφιβολίες, δίχως παράλογους φόβους, με συνείδηση των μελλοντικών δυσκολιών, αλλά πάνω απ’ όλα με σιγουριά για την διάθεσή της να δεχτεί όλες τις όμορφες και άσχημες στιγμές που είναι βέβαιη ότι θα συναντήσει. Όχι σιγουριά ότι θα βγαίνει πάντα νικήτρια, αλλά σιγουριά πως θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της. Την ίδια σιγουριά και διάθεση έχει και ο μέλλων σύζυγός της.
Είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια από τον χειρότερο τρόμο που είχε ζήσει.
«Μόλις δύο χρόνια πριν», σκέφτηκε.

«Γραμματοπούλου 20, Νεάπολη, Αθήνα, Κορασίδου Θάλεια. Καμία σχέση με τηλεοράσεις, κουζίνες και μίξερ. Εδώ έχει φωτογραφίες της»
Η δουλειά ήταν εύκολη, γρήγορη και ακίνδυνη.
Ο ένας, ο εμφανίσιμος μελαχρινός θα την πλησίαζε από μπροστά και θα την έπιανε στην κουβέντα, φλερτάροντάς την, την ώρα που επέστρεφε από το γυμναστήριο. Από ένα φορτηγάκι θα κατέβαιναν άλλοι δύο, όχι απαραίτητα εμφανίσιμοι αλλά σίγουρα γρήγοροι, δυνατοί και αποτελεσματικοί. Θα την πλησίαζαν από πίσω, χέρι στο στόμα να μην φωνάξει, μέσα στο φορτηγό και γραμμή για το αεροδρόμιο.

Η Θάλεια ήταν τρομοκρατημένη. Ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει από τον φόβο. Επίσης νόμιζε πως της έκαναν φάρσα, αλλά δεν το διασκέδαζε.. Οι απαγωγείς δεν έκρυβαν τα πρόσωπά τους, αλλά και δεν απαντούσαν στις ερωτήσεις της.
Τον ωραίο που της είχε μιλήσει μήπως τον είχε γνωρίσει κάπου; Δεν μπορούσε να θυμηθεί, οπότε έπαψε να προσπαθεί.
Πλούσια δεν ήταν για να ζητήσουν λύτρα. Να ήθελαν τα νεφρά της; Μπα, είχε ακούσει πως προτιμούσαν τους άστεγους και ανθρώπους χωρίς οικογένεια, που δεν τους αναζητά κανείς. Αυτή δεχόταν καθημερινά πολλά τηλεφωνήματα, ειδικά από την οικογένειά της.
Να την έστελναν να κάνει την πόρνη σε μπουρδέλο; Ούτε αυτό ήταν πιθανό. Εκεί προτιμούσαν τις εικοσάχρονες. Πιο πιθανό, σκέφτηκε, να ήταν κάποιος που ήταν ερωτευμένος και που τον είχε απορρίψει. Τέτοιοι υπήρχαν αρκετοί στην ζωή της.
Κάποιοι συνέχιζαν να την ενοχλούν
Άνθρωποι εγωιστές, άνθρωποι που ένιωθαν πληγωμένοι ενώ αυτή δεν τους είχε δώσει ούτε αφορμές, ούτε ελπίδες και ήταν πάντα ειλικρινής μαζί τους. Άντρες που πρόβαλλαν πάνω της τις δικές τους προσδοκίες και είχαν την απαίτηση αυτή ν’ ανταποκριθεί. Άνθρωποι με ζωηρή αλλά νοσηρή φαντασία, που όμως δεν την χρησιμοποιούν για να δούνε τί είδους άνθρωπος είναι αυτή, αλλά μόνο πώς θα ήθελαν να είναι. Άνθρωποι που ήταν ερωτευμένοι μόνο με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Βέβαια, σκέφτηκε η Θάλεια, αν είναι τέτοιου είδους απαγωγή, ακούγεται και αρκετά ρομαντικό. Αλλά και ανυπόφορα εγωιστικό.
Όπως και να ήταν, είχε μπλέξει.

Όλοι αμίλητοι. Μετά από λίγη ώρα το φορτηγάκι σταμάτησε. Βγήκε έξω και είδε πως είχαν φτάσει σε μια πλευρά του αεροδρομίου. Την οδήγησαν μέσα σε ένα αεροπλάνο. Απογειώθηκαν. Κανένας δεν της είχε πει τίποτα. Της είχαν πάρει και το κινητό. Ο μελαχρινός της έφερε ένα δίσκο με ρόκα σαλάτα και ένα πιάτο ρύζι.
«Τί είναι πάλι αυτό; Σίγουρα γνωρίζω τον απαγωγέα» συλλογίστηκε.
Δεν είχε όρεξη να φάει και προσπάθησε να κοιμηθεί.
Δεν ήξερε γιατί, αλλά ένιωθε ασφαλής. Αισθανόταν ότι δεν θα της έκαναν κακό. Τουλάχιστον σωματικό.
Επέτρεψε στον εαυτό της μια ρομαντική εικόνα.
Αυτός που την είχε απαγάγει ήταν από τους άντρες που της αρέσουν. Έδειχνε να έχει αρκετό χρήμα. Ήταν δυναμικός, έπαιρνε πρωτοβουλίες με μεγάλο ρίσκο. Ήταν ντροπαλός. Ίσως και ανώριμος κάποιες φορές, σε κάποια θέματα.
Και ποιος, άλλωστε, δεν θα ήθελε να είναι;
Πρέπει να ήταν και ανυπόφορος μερικές φορές.
Σίγουρα όταν θα την πήγαιναν μπροστά του θα της έκανε εξομολόγηση ερωτική.
Αυτό της φάνηκε τραγικό, κουραστικό, ίσως επειδή είχε δεχτεί αρκετές ερωτικές εξομολογήσεις ( με αρκετή κλάψα ), άλλες βαρετές, άλλες κάπως συγκινητικές αλλά όλες από αδιάφορους πλέον πρώην εραστές. Οι άντρες έχουν την τάση να κάνουν ερωτικές εξομολογήσεις μόνο όταν αισθάνονται ότι έχουν κάτι να κερδίσουν, ποτέ μόνο και μόνο για την ζεστή χαρά και γλυκιά αμηχανία που φέρνει και στους δύο η εξομολόγηση αυτή καθαυτή.
Ο ρομαντισμός που αντιστοιχούσε στην περιοχή της ψυχής της ήλπιζε να ήταν η καλύτερη που θα έχει ακούσει. Ή τουλάχιστον αυτός που θα την πει ν’ αξίζει παραπάνω από τους προηγούμενους.
Και έτσι αποκοιμήθηκε.

Ήξερε ότι έβλεπε συχνά όνειρα. Σπάνια όμως τα θυμόταν όταν ξυπνούσε.
Αυτό όμως δεν το είχε ξεχάσει.
Περπατούσε σε ένα μονοπάτι. Αριστερά ήταν δάσος, καταπράσινο, γεμάτο δέντρα και ερχόταν ο ήχος από κελαρυστά ρυάκια.
Δεξιά ήταν ένας έρημος χέρσος ξερότοπος. Σε κάποια απόσταση ξεχώριζαν συγκεντρωμένα κτίρια, που σχημάτιζαν ένα χωριό, πιο πέρα μια πόλη, αλλού μια συνοικία. Ήχοι από αυτοκίνητα και ανθρώπους έφταναν από αυτήν την πλευρά.
Καθώς προχωρούσε είδε μια πινακίδα που σήμανε «ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ ΔΡΟΜΟΣ».
Αν και δεν είχε δει ποτέ της τέτοιο σήμα, ένιωσε ότι αυτό σήμαινε. Ο δρόμος βέβαια εκτεινόταν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει, δηλαδή αρκετά χιλιόμετρα, αλλά δεν διέκρινε το τέλος που υποσχόταν.
Η πινακίδα όμως το έλεγε ξεκάθαρα «ΑΔΙΕΞΟΔΟ».
Έτσι αποφάσισε να γυρίσει από την άλλη κατεύθυνση, έχοντας τώρα δεξιά της το δάσος και αριστερά την ξεραΐλα.
Αφού προχώρησε λίγη ώρα διέκρινε μια πινακίδα. Πλησιάζοντας είδε ότι ήταν η ίδια με την πρώτη.
« ΑΔΙΕΞΟΔΟ». Και όμως, ο δρόμος έδειχνε να συνεχίζει δίχως τέρμα, ατελείωτος. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε να μπει στο δάσος ή να κατευθυνθεί προς κάποια πόλη ή χωριό.
«Δεν μπορώ να πάω ούτε μπροστά ούτε πίσω. Έχει πινακίδες «ΑΔΙΕΞΟΔΟ». Μπορώ να σκάψω προς τα κάτω ή να πετάξω. Εργαλεία δεν έχω και δεν θέλω να σπάσω τα νύχια μου, που είναι και φρεσκομανικιουρισμένα. Φτερά δεν έχω όπως τα πουλιά αλλά χέρια»
Μέσα στην απελπισία που είχε αρχίσει να την κυριεύει, για να αστειευτεί με την αδυναμία που ένιωθε, μιμήθηκε την κίνηση των πουλιών, όπως κουνάνε τα φτερά τους.
Έκπληκτη είδε ότι απογειωνόταν. Συνέχισε να κουνάει τα χέρια μέχρι που μπόρεσε να ισορροπήσει. Άκουσε φωνές, κοίταξε κάτω. Είδε φίλους και συγγενείς της να την καλούν να προσγειωθεί. Κατέβηκε.
«Είδατε; Μπορώ και πετάω!» τους είπε ενθουσιασμένη.
«Ναι, σε είδαμε. Δεν είναι καλό να πετάς αν δεν ξέρεις πού θέλεις να πάς. Ήρθαμε να σε πάρουμε μαζί μας, εκεί, στην πόλη»
«Μα εγώ δεν μπορούσα να πάω ούτε μπροστά ούτε πίσω ούτε κάτω, γι’ αυτό και δοκίμασα να πετάξω»
« Αλλά τώρα μπορείς να έρθεις στην πόλη»
Η Θάλεια πείστηκε και τους ακολούθησε. Μα μόλις βγήκε από το μονοπάτι και πάτησε στο χώμα έξω από αυτό, ξαφνικά νύχτωσε. Ο ουρανός είχε μόνο ένα αστέρι και ήταν γεμάτος φεγγάρια. Φεγγάρια σε όλες τους τις φάσεις. Πανσέληνος, ημισέληνος, φέτες από φεγγάρι και τέταρτα..
Το μοναδικό αστέρι ξεχώριζε ανάμεσα σε εκείνους τους πέτρινους γίγαντες.
Το αστέρι της μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει την γλώσσα του.
Οι φίλοι και συγγενείς την φώναξαν να προχωρήσει. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά.
Η Θάλεια τάχυνε το βήμα της για να τους προφτάσει, αλλά ο δρόμος είχε γίνει ανηφορικός. Όσο προχωρούσε, τόσο πιο απότομος γινόταν.
Είχε ιδρώσει, κουραστεί, λαχανιάσει,. Άρχισε να κατρακυλάει προς τα πίσω.
Όταν το κουτρουβάλημα σταμάτησε, βρέθηκε ξανά στο ηλιόλουστο μονοπάτι.
Σήκωσε τα μάτια της και αντίκρισε την μια πινακίδα ξεχαρβαλωμένη, να κρέμεται κάθετα, στερεωμένη μόνο από μια βίδα. Η άλλη πινακίδα έστεκε ακόμα κανονικά στην θέση της.
Σηκώθηκε, τίναξε τις σκόνες από το μαύρο φαρδύ παντελόνι της.
Διψούσε και πεινούσε. Ήταν πιασμένη σε όλο της το σώμα. Από την πλευρά του δάσους ο ήχος του νερού στο ρυάκι την καλούσε.
Σίγουρα θα έβρισκε φρούτα και μανιτάρια να φάει.
Βγήκε από το μονοπάτι ακολουθώντας τον ήχο από ένα ρυάκι. Το νερό ήταν δροσερό. Κοίταξε τριγύρω και βρήκε τα αγαπημένα της φρούτα. Δεν ήξερε το όνομα τους, ούτε τα είχε ξαναφάει ποτέ της, αλλά ήταν ό,τι ακριβώς ζητούσε η γεύση και το στομάχι της.
Το περίεργο ήταν πως δεν υπήρχαν άλλου είδους φρούτα σε όλο το δάσος. Μόνο μια ποικιλία.
Έφαγε και ένιωσε καλύτερα. Σε μια συστάδα με πεσμένα φύλλα που ήταν σαν απαλό στρώμα ξάπλωσε. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί. Ήταν όμορφα. Δεν ζητούσε τίποτα άλλο. Μόνο όταν διψούσε να έπινε νερό από εκείνο το συγκεκριμένο ρυάκι, όταν πεινούσε να άπλωνε το χέρι και να έτρωγε το μοναδικό αυτό φρούτο και να ξεκουράζονταν σε εκείνο τον σωρό τα φύλλα.
Αυτά τα τρία πράματα ήθελε μόνο, ξανά και ξανά, για πάντα.
Όλα σίγησαν. Κανένας ήχος. Το δάσος κρατούσε την αναπνοή του.
Και ξαφνικά άρχισε να αλλάζει, να συρρικνώνεται, να εξαφανίζεται.
Η Θάλεια τρομαγμένη σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς το μονοπάτι.
Σκόνταψε και πριν σωριαστεί κρατήθηκε από ένα δέντρο, που είχε φτάσει στο ίδιο ύψος με το κεφάλι της. Όταν πιάστηκε πάνω του, το δέντρο σταμάτησε να μικραίνει. Το πρόσεξε αυτό αλλά δεν έδωσε σημασία και συνέχισε το τρέξιμο. Το δέντρο που είχε γίνει δεντράκι την κοιτούσε που απομακρυνόταν, αναστέναξε και ξανάρχισε να μικραίνει.
Με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά έφτασε στο μονοπάτι αλλά με την φόρα που είχε τρέχοντας χτύπησε το κεφάλι της στην πινακίδα «ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ». Ζαλίστηκε, έκλεισε τα μάτια και όταν τα άνοιξε είδε το δάσος μεγάλο, ζωντανό και το ίδιο μυστηριώδες.
Η πινακίδα όμως δεν ήταν ζωντανή. Και η μία και η άλλη ήταν διαλυμένες, τσαλακωμένες, σκουριασμένες. Αποκλείεται να την είχε διαλύσει με το κεφάλι της, σκέφτηκε.
Πού μπορούσε να πάει τώρα; Σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις; Οι διαλυμένες πινακίδες δεν ασκούσαν την ίδια επιρροή πάνω της όπως πριν, αλλά συνέχιζαν να υπάρχουν και να δηλώνουν κάτι.
Ελάχιστη , αλλά ασκούσαν ακόμα εξουσία στο δρομολόγιο που ένιωθε πως έπρεπε
ν’ ακολουθήσει.
Θα δοκίμαζε πάλι να πετάξει.

Είχε ξυπνήσει. Ο νόστιμος μελαχρινός την είχε ακουμπήσει απαλά στο μπράτσο.
Σε λίγο προσγειώθηκαν. Ο αεροδιάδρομος χώριζε την ζούγκλα από ένα κτιριακό συγκρότημα που ήταν το αεροδρόμιο.
Είχε πολύ ζέστη, πολύ υγρασία, πολύ θόρυβο και πολύ άγνωστο κόσμο. Το τελευταίο την ενοχλούσε πιο πολύ απ ‘ όσο όλα μαζί τα υπόλοιπα.
Την οδήγησαν σ’ ένα κλιματιζόμενο λεωφορείο. Κάθισε ανακουφισμένη από τον δροσερό αέρα και από δρόμους που διέσχιζαν ζούγκλα, δάσος, χωράφια, ανέβηκαν σε έναν λόφο και σταμάτησαν σε έναν καταυλισμό από μονώροφα και διώροφα ξύλινα κτίρια περιτριγυρισμένα από πάρκα, κήπους, σιντριβάνια, ρυάκια, γέφυρες, μονοπάτια, κιόσκια, σωρούς από πέτρες, με διάφορα ζώα και πουλιά να τρέχουν, να πετούν, να παίζουν και να αναπαύονται.
«Ένα είδος παράδεισου» σκέφτηκε η Θάλεια και άρχισε να φοβάται. Ή μάλλον να ανησυχεί σε σημείο λίγο πριν τον πανικό.
« Τώρα θα με πάτε στον απαγωγέα μου;» ρώτησε μια κοπέλα ντυμένη με πέδιλα, σορτς και φανελάκι που ήρθε να τους υποδεχτεί.
«Θέλεις να σε πάμε στον απαγωγέα σου;» την ρώτησε η Μελίνα – έτσι την έλεγαν – χαμογελώντας της.
«Καλωσόρισες» της είπε αγκαλιάζοντας την και φιλώντας την στα δύο μάγουλα.
Η Θάλεια γεμάτη αμηχανία δεν ανταπόδωσε ούτε την αγκαλιά, που ήταν πολύ σφιχτή για τα γούστα της, αν υποθέσουμε πως υπήρχε οποιαδήποτε αγκαλιά που να είναι του γούστου της, ούτε το μαγουλοφίλημα.
Δεν της άρεσαν οι αγκαλιές επειδή τις αγαπούσε. Ήθελε όταν αγκαλιάζεται να υπάρχουν συναισθήματα που ζητάνε να περάσουνε από τον έναν στον άλλο, που να δημιουργούνε την αγκαλιά. Μια αγκαλιά που να την ζεσταίνει και να μπορεί άφοβα να διαλυθεί και να χαθεί μέσα της.
«Καλώς σας βρήκα» απάντησε ειρωνικά
« Ναι, θέλω να με πάτε στον απαγωγέα και να μου πείτε τί θέλετε από εμένα, γιατί δεν έχει καθόλου πλάκα. Και επειδή όλα είναι τόσο όμορφα εδώ, σίγουρα κάτι δεν πάει καλά»
« Για αυτό να είσαι σίγουρη, εδώ όντως τίποτα δεν πάει καλά. Με λένε Μελίνα. Θέλεις να δεις μήπως το δωμάτιό σου πρώτα;»
« Έχω και δωμάτιο; Θα μείνω εδώ δηλαδή; Με το ζόρι;»
« Όχι βέβαια, μόνο σήμερα θα σε κρατήσουμε. Από αύριο αν θέλεις φεύγεις, αν θέλεις μένεις. Ούτως ή άλλως με την θέλησή σου ήρθες»
« Σίγουρα δεν πάνε καλά εδώ, σκέφτηκε η Θάλεια. Πρέπει να προσέξω πάρα πολύ πώς θα φερθώ να μην τους δυσαρεστήσω, για να με αφήσουν να φύγω.
«Τι θέλεις να κάνω , Μελίνα;»
Η Μελίνα την περίμενε αυτήν την ερώτηση
«Πήγαινε να βρεις τον απαγωγέα σου» απάντησε
«Να τον βρω; Ούτε που τον ξέρω. Ή είναι κάποιος γνωστός μου;»
«Μα φυσικά είναι γνωστός σου. Πόσο καλά τον ξέρεις, δεν ξέρω. Και φυσικά μπορείς να τον βρεις εδώ. Πού ακριβώς είναι δεν ξέρω. Μπορείς να τον ρωτήσεις ό,τι θέλεις και θα σου απαντήσει σε όλα, τι ακριβώς θα σου πει και ποιο νόημα θα βγάλεις μου είναι άγνωστο. Πώς θα μπορέσεις να τον βρεις είναι εύκολο, αρκεί να ψάξεις στο σωστό μέρος, το οποίο συνήθως δεν είναι εκεί που νομίζουμε.. Πότε θα τον συναντήσεις, εξαρτάται από εσένα, αλλά σίγουρα θα τον βρεις. Πώς μοιάζει; Τόσο υπέροχος όσο δεν μπορείς να φανταστείς».
«Μελίνα, βλέπω σου αρέσει να παίζεις με τις λέξεις και με τον πόνο μου» η Θάλεια είχε πάρει λίγο θάρρος. Προτιμούσε τα απλά πράματα στην ζωή της. Αυτά που της έλεγε ήταν πολύ σύνθετα, πολύ γενικά. Απαιτούσαν ξεκαθάρισμα, κάτι που δεν της άρεσε να κάνει.
«Αν θέλεις μπορούμε να μην μιλάμε» απάντησε η Μελίνα χωρίς ίχνος ειρωνείας .
« Δεν θα έχει και μεγάλη διαφορά. Το σημαντικό εδώ είναι να μπορείς να ακούς πρώτα. Σου μιλάω επειδή θέλεις να σου μιλάω. Εγώ προτιμώ να σε ακούω»
Κοιτάχτηκαν. Η Μελίνα την αγκάλιασε και έφυγε.
Δεν της φαινόταν δύσκολο αυτό που είπε. Η Θάλεια, από την φύση της ήταν άνθρωπος που άκουγε πολύ και μιλούσε λίγο. Είχε ακούσει ένα σωρό ωραία και άλλα όχι και τόσο ωραία λόγια. Τα πρώτα τα έβρισκε υπέροχα, τα θαύμαζε, τα αγκάλιαζε αλλά παρέμεναν δίχως φροντίδα και έτσι χάνονταν. Τα δεύτερα την τρόμαζαν, γύριζε την πλάτη της για να μην τα αντικρίζει και αυτά έβρισκαν την ευκαιρία να ριζώσουν, να την ενοχλούν και να την βασανίζουν κρατώντας την κοντά τους και πληγώνοντάς την όποτε προσπαθούσε ν’ απομακρυνθεί. Πολλές φορές έκλεινε τ’ αυτιά της για να μην ακούει κανενός τα λόγια. Και τότε μια άλλη, διαπεραστική φωνή, επιτακτικά άρχιζε να δίνει εντολές και να απαιτεί, χωρίς ποτέ να της εξηγεί τι ακριβώς έπρεπε να κάνει για να την ικανοποιήσει και να το βουλώσει.

Η Θάλεια έμεινε μόνη της και κοίταξε τριγύρω. Πήρε τον δρόμο που οδηγούσε προς τα σπίτια. Όλα είχαν διαφορετική αρχιτεκτονική. Το σχήμα, τα ανάγλυφα, το χρώμα . Όλα ήταν κατασκευασμένα από τα ίδια υλικά. Ξύλο κυρίως, πέτρα, σίδερο. Υπήρχαν εκατό περίπου, σκορπισμένα ολόγυρα.
Κάπου μαγείρευαν, κάποιοι τραγουδούσαν, κάπου έπαιζαν μουσική.
Σαν άσυλο της φαινόταν. Δεν υπήρχαν άσπρες μπλούζες, ούτε κανένας έδειχνε άρρωστος. Σαν ξενοδοχείο έμοιαζε. Δεν υπήρχε ρεσεψιόν, ούτε καμαριέρες.
Σαν χωριό, σαν γειτονιά πόλης έδειχνε. Δεν υπήρχαν καταστήματα, εργάτες, οικογένειες.
Ποιο ήταν το κοινό που είχαν όλοι αυτοί που βρίσκονταν εκεί; Τι σκοπό είχαν, τι μπορούσαν να μοιραστούν μεταξύ τους, τι τους ένωνε και κυρίως ποιος τους έφερε εκεί; Λες να ήταν θρησκευτική αίρεση, κάποια απόκρυφη σέκτα; Να προσπαθούσαν να την προσηλυτίσουν; Σε ποιο θεό;
« Έμπλεξες Θάλεια» μονολόγησε
Όπως προχωρούσε προς ένα κτίριο που της φάνηκε πιο συμπαθητικό, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί ένιωθε έλξη γι ‘ αυτό, βγήκαν από το διπλανό σπίτι ένας άντρας και δύο γυναίκες. Έδειχναν φυσιολογικοί. Ούτε σάλια να τρέχουν και αφροί από το στόμα, ούτε είχαν κρεμασμένα περίεργα χαϊμαλιά και ξύλινα σύμβολα στον λαιμό.
«Γεια σου Θάλεια» την χαιρέτησαν πλησιάζοντάς την. Η Θάλεια σταμάτησε. Την πλησίασαν και στάθηκαν σε απόσταση δύο μέτρων.
«Γεια»
«Σήμερα ήρθες, σε είδαμε. Θέλεις να έρθεις μαζί μας ή να βολευτείς πρώτα στο δωμάτιό σου;»
«Γιατί, πού πάτε; Μήπως σε αυτόν που μας έφερε εδώ;»
«Πού πάμε; Πουθενά. Δεν είναι ανάγκη να πάμε κάπου. Όσο για το ποιος μας έφερε εδώ, πλέον δεν μας ενδιαφέρει να τον βρούμε»
Η Θάλεια τους κοίταξε
«Καλά, τότε δείξτε μου το δωμάτιο μου, αφού τουλάχιστον μια νύχτα πρέπει να μείνω εδώ.»
«Όχι, όχι, εσύ θα μας δείξεις το δωμάτιο σου. Εμείς δεν ξέρουμε πού μένεις»
«Ούτε εγώ ξέρω. Δεν μου είπε κανένας πού θα μείνω»
«Πριν σε χαιρετήσουμε πήγαινες όμως στο σπίτι σου. Ποιο ήταν; Αυτό εκεί;» είπαν δείχνοντας ένα σπίτι.
« Προς αυτό κατευθυνόμουν, αλλά δεν ξέρω αν είναι το σωστό. Μπορεί κάποιος να μένει ήδη εκεί»
« Και αν μένει κάποιος τι σημασία έχει; Τα σπίτια είναι μεγάλα, σίγουρα χωράς και εσύ άνετα»
«Μπορεί να ενοχληθεί αυτός που θα είναι μέσα»
«Αν τον ενοχλήσεις θα ενοχληθεί. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις αν δεν πας εκεί να δεις. Αρκείσαι στο να υποθέτεις; Θέλεις μια εικόνα που σχημάτισες, χωρίς να ξέρεις τίποτα για αυτό το μέρος, να σε εμποδίσει; Επίσης μάθε, πως όσο διάστημα είμαστε εμείς εδώ, ο καθένας έχει μόνος του το σπίτι του. Γιατί δεν πας να δεις;»
Η Θάλεια προχώρησε προς το σπίτι και οι άλλοι ακολούθησαν από απόσταση. Η πόρτα δεν είχε κλειδαριά, μπήκε μέσα και ξαφνικά βρέθηκε σπίτι της.. Σάστισε. Ήταν το δικό της σπίτι. Ένιωσε οικειότητα, ζεστασιά, τα έπιπλα, τα χρώματα, η διάταξη, τα πάντα στην σωστή θέση, όπως της άρεσαν. Δεν είχε αντικρίσει ποτέ τέτοιο σπίτι. Δεν ήταν καν ένα σπίτι όπως το φανταζόταν, το ονειρευόταν.
Το ίδιο το σπίτι ήταν η Θάλεια. Όλα ήταν Θάλεια.
Δάκρυσε χωρίς να το έχει αντιληφτεί. Ήταν πρωτόγνωρο ένα τόσο έντονο αίσθημα ασφάλειας, ηρεμίας μαζί και δύναμης και σιγουριάς που της ενέπνευσε. Μια δυνατή έκπληξη όχι από κάτι νέο και εντυπωσιακό αλλά από κάτι τόσο γνωστό, οικείο και μόλις τώρα συνειδητοποιημένο.
Ήταν αυτό που ήθελε, αυτό που είχε χωρίς τόσο καιρό να το ξέρει, να το βλέπει, να το καταλαβαίνει.
Αυτό που υπήρχε πάντα, αλλά σκεπασμένο. Και αυτό το μέρος, αυτοί οι άνθρωποι, αυτός που την είχε φέρει εδώ, το ήξερε, το είχε ήδη δει.
Ένιωσε αδύναμη, ευάλωτη. Ένιωσε να θέλει να τον ευχαριστήσει. Ένιωσε πίκρα και τρόμο. Ήταν αυτό που ήθελε, αλλά το γνώριζαν και άλλοι, πριν από την ίδια.. Άγνωστοί της, που δεν τους ήξερε.
Της προσέφεραν μια προκλητική πρόσκληση.
Τώρα είχε να επιλέξει: είτε στην φυγή, που πολλές φορές ήταν ανακουφιστική, έστω και προσωρινά, για να κρύψει την γύμνια της, να μην εκτεθεί σε ξένα βλέμματα που τα ένιωθε πάνω και μέσα της, είτε να χρησιμοποιήσει αυτά τα βλέμματα για να δει μέσα από αυτά τον εαυτό της, όπως δεν μπορούσε από μόνη της.
Όλα αυτά συμπυκνώνονταν σε ένα τρομακτικά συναρπαστικό συναίσθημα που η δύναμη και η έντασή του μπορούσε να σε τσακίσει, μπορούσε και να σε απογειώσει..
Δεν ήταν περίεργη από την φύση της, αλλά υπήρχαν πράματα τα οποία ξυπνούσαν την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Και αυτό το μέρος είχε ερεθίσει αυτό το σημείο της με τρόπο πρωτόγνωρο , για αυτό και ακαταμάχητο.
Όλη η ατμόσφαιρα, το μέρος και ο τρόπος που έφτασε εδώ, όπως και το δωμάτιο που είχε βρει να την περιμένει είχαν την αύρα του μυστήριου.
Ήξερε πως μυστήριο είναι αυτό που το αφήνουμε επίτηδες ανεξήγητο για να το εξηγήσουμε μετά με τα πάθη μας. Ήξερε επίσης ότι η ίδια ήταν πολύ συχνά, συχνότερα απ’ όσο της έκανε καλό, έρμαιο πολλών από αυτά.
Δεν την ενοχλούσαν τόσο όλα αυτά που είχε, όσο το ότι τα άφηνε να την παρασύρουν. Μόνο η ίδια γνώριζε πόσο πολύ προσπαθούσε να βρει μια ισορροπία. Και πόσες φορές προτίμησε να μην σηκωθεί μόνο και μόνο για να μην τύχει και ξαναπέσει.
Και αυτό, την ενοχλούσε. Είχε περάσει πολλές δοκιμασίες, ατομικές, στην ζωή. Είχε δοκιμάσει πολλά ατομικά, μοναχικά, μονοπάτια. Ποτέ δεν την οδήγησαν εκεί που ήθελε. Προσπαθούσε να σταματήσει να πληγώνεται. Η γη μας, έχει πολλές ερημιές και κατοικημένες περιοχές που κανένας δορυφόρος δεν μπορεί να τις εντοπίσει. Αυτές τις είχε διασχίσει αρκετές φορές με την βοήθεια άλλων ανθρώπων. Αυτοί οι άλλοι άνθρωποι όμως, είτε δεν γνώριζαν από πού να την κρατήσουν για να της προσφέρουν την δύναμή τους, είτε ήταν πολύ αδύναμοι και οι ίδιοι και την παρατούσαν ξανά μόνη της.
Ήξερε ότι είχε μοναχικούς δρόμους μπροστά της, αλλά ή έπαιρνε λάθος μονοπάτι, ή, αν ήταν το σωστό, έσβηνε η δύναμη που είχε στην πορεία, από τις δυσκολίες της ανάβασης. Χωρίς ν’ αναγνωρίζει τα σημεία γύρω της, όπου θα μπορούσε να βρει τροφή, νερό και να ξαποστάσει, τα παρατούσε. Πάντα στο τέλος κατηγορούσε για περίσσια αδυναμίας τον εαυτό της. Αλλά ποτέ για έλλειμμα αποφασιστικότητας. Πάντα υποτιμούσε τα κίνητρά της και τις δυνατότητές της. Πάντα υπερτιμούσε τους άλλους ανθρώπους και τα εμπόδια που συναντούσε.
Και τα μεν και τα δε, δεν τα θεωρούσε αληθινά.
Πάντα έπειθε τον εαυτό της πως ήταν μικρή, αδύναμη και ευάλωτη για να δέχεται την βοήθεια, αγάπη και προσφορά των άλλων, αλλά ποτέ δεν είδε την δύναμη που είχε μέσα της, αυτήν την δύναμη που κατόρθωνε να την πείθει συνεχώς πως ήταν αδύναμη.
Αυτήν την πρωταρχική πηγή δύναμης που ξεχείλιζε αλλά δεν ήθελε να ξέρει ότι την καθοδηγεί επειδή δεν μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξή της. Αυτήν αναζητούσε πραγματικά, αλλά μπορούσε να δει μόνο την προβολή της, την εικόνα της, αυτήν που της έλεγε να είναι αδύναμη και που την είχε πείσει να δικαιολογεί τα όσα υπέφερε αλλά να μην τα εξηγεί.
Η αίσθηση της μηδαμινότητας της ψυχής της, την έκανε να θέλει να μείνει, έστω για λίγες μέρες μόνο ακόμα σε αυτό το μέρας, για να δεχτεί την άγνωστη βοήθεια, μια που την είχε ανάγκη και την ένιωθε σημαντική, χρήσιμη και πρωτότυπη.
Επίσης, η αίσθηση όλου του χώρου και ό,τι είχε να της προσφέρει, δινόταν απλόχερα, μεγαλόψυχα, χωρίς υπολογισμούς, χωρίς λύπηση προς αυτήν και προς τους άλλους κατοίκους, χωρίς οίκτο, σαν ένα τεράστιο πανανθρώπινο πηγάδι που προσφέρεται για να ξεδιψάσει όλη η ανθρωπότητα και που όλη η ανθρωπότητα είναι ταυτόχρονα το πηγάδι. Είναι αυτό που πίνει και το νερό που πίνεται.
Δεν ήθελε να βγει από το σπίτι της. Αν έβγαινε έξω να συναντήσει τους άλλους που την περίμεναν, ένιωθε ότι θα έβγαινε έξω από τον εαυτό της. Από την άλλη όμως, έξω, στο υπόλοιπο μέρος μήπως την περίμεναν άλλες, ακόμα πιο συναρπαστικές εκπλήξεις;
«Τι χαζή που είμαι» σκέφτηκε « σίγουρα θα υπάρχουν»
Δεν μπορούσε όμως να φύγει απ’ το σπίτι. Πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να επιστρέψει. Δεν θα το ξανάβρισκε. Φοβόταν πως δεν θα ήταν ίδιο την δεύτερη φορά που θα περνούσε την πόρτα. Και έτσι αποφάσισε να κουρνιάσει σε αυτό που το ένιωθε φωλιά της. Σε αυτό που ήταν το σπίτι της. Σε αυτό που ήταν αυτή.

Οι τρεις που την περίμεναν απ’ έξω κατάλαβαν ότι είχε αποφασίσει να μείνει μέσα. Θα έβγαινε μόλις ένιωθε έτοιμη. Η πρώτη μέρα είναι πάντα δύσκολη. Κανείς δεν αντέχει τόσες πολλές και δυνατές συγκινήσεις σε τόσο μικρό διάστημα αλώβητος.
Το μέγεθος της ζημιάς θα αποκαλυπτόταν αύριο, μεθαύριο η ποτέ. Ανάλογα το πότε ο ένοικος θα έβγαινε από το «σπίτι» του.

Καθόταν στο πάτωμα με το πηγούνι στα γόνατα και τα χέρια γύρω από τα πόδια. Παρατηρούσε το δωμάτιο. Ήταν στρογγυλή πυραμίδα. Θόλος. Καθόλου γωνίες αλλά καμπύλες, με τις τέσσερις άκρες ν’ ανεβαίνουν ελλειπτικά και να συναντιούνται στην κορυφή, όπου υπήρχε ένα κυκλικό παράθυρο που έβλεπες τον ουρανό. Σε μια πλευρά ένας μεγάλος καναπές. Μαύρος. Με δύο χαμηλά φαρδιά σκαμπό. Εννέα μαξιλάρια, μικρά και μεγάλα, στα έπιπλα και στο πάτωμα. Ένα τριγωνικό χαμηλό φαρδύ τραπέζι. Τρεις σειρές μεταλλικά ράφια για βιβλία, χωρίς βιβλία. Ελάχιστα μικροαντικείμενα, τρία γυάλινα βάζα, τα δύο περιείχαν από τρία λουλούδια. Το ένα ήταν άδειο. Ένας μεγάλος καθρέφτης με μεταλλικό περίβλημα που σχημάτιζε σχέδια που έμοιαζαν να διηγούνται μια αρχαία ιστορία που όμως δεν έχει τελειώσει έως σήμερα .
Υπήρχαν διπλές κουρτίνες, μια ανοιχτού και μια σκούρου χρώματος.
Δεν ήταν τόσο τα έπιπλα ή τα αντικείμενα, όσο το πώς διαχέονταν το φως και τα χρώματα αναδεικνύοντας φωτεινά/σκοτεινά σημεία που της μιλούσαν για την προηγούμενη παρουσία της εδώ, για την χαρά του να ξαναβρίσκεις κάτι χαμένο, αγαπημένο, που όμως δεν το είχες ποτέ σου.
Το μαύρο και το άσπρο έδειχναν ότι κυριαρχούσαν, αλλά το μόνο που κατάφερναν είναι να στρώνουν το έδαφος για τα μικρότερα σημεία του σπιτιού που είχαν λιγότερο ή περισσότερο απαλό χρώμα. Αποχρώσεις του πράσινου, του μπλε, του κόκκινου, ακόμα και πορτοκαλί , έδιναν ζωντάνια και ελαφρύτητα στο χώρο, σημαδεύοντας σημεία του δωματίου.
Σηκώθηκε και πήγε να δει τα υπόλοιπα μέρη του σπιτιού της. Μπάνιο. Κουζίνα. «Είναι δυνατόν να συγκινήθηκε επειδή είδε ένα μπάνιο και μια κουζίνα;» συλλογιζόταν Και όμως ήταν.
Μια σκάλα οδηγούσε σε ένα πατάρι. Ανέβηκε. Ήταν ένας μικρός χώρος με ένα στρώμα που πάνω του έπεφτε το φως από έναν φεγγίτη. Είχε στρωμένη μοκέτα και ένα μικρό κομοδίνο με μια λάμπα επάνω.
Κατέβηκε την σκάλα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Ακόμα και η ίδια απορούσε αν αυτό που αντίκριζε ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε. Αλλά η χαρά και αγαλλίαση της, ανεξήγητα και τα δύο, ήταν επαρκή πειστήρια.
Μόνο το κρεβάτι την παραξένεψε. Δεν ήταν ακριβώς, κρεβάτι, αλλά αιωρούμενο στρώμα. Δεν υπήρχε τίποτα να το συγκρατεί ή να το στηρίζει. Μισό μέτρο, περίπου, πάνω από το πάτωμα.
Το σπίτι δεν είχε, όπως ήταν φυσιολογικό –αν και αυτή η λέξη δεν ταίριαζε και πολύ σε αυτό το μέρος- προσωπικά της αντικείμενα. Ευτυχώς, επειδή θα έφριττε αν τα έβλεπε εκεί. Πολλές φορές αυτά τα αντικείμενα βοηθάνε τους κατόχους τους, σαν υπερφυσικά μικρά τοτέμ, να αισθανθούν ασφάλεια. Αλλά ό,τι περιείχε αυτό το σπίτι, φάνταζε ήδη αρκετό.
Περιττή, κραυγαλέα και ίσως προσβλητική και βλαβερή πολυτέλεια για το σπίτι της ένιωθε πως θα ήταν, αν υπήρχαν, αυτήν την στιγμή, που για πρώτη φορά στην ζωή της έμενε μέσα σε αυτό.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Πόσες ώρες ήταν μέσα στο σπίτι της; Πεινούσε κιόλας. Στο ψυγείο την περίμενε μια πιατέλα με στήθος κοτόπουλου, ψητά μανιτάρια με βαλσάμικο και ελαιόλαδο, ρύζι μπασμάτι, μαύρο ρύζι και σαλάτα σπανάκι, κόκκινο λάχανο, ρόκα και ένα άγνωστο τοπικό είδος, που όμως δεν θέλησε να το δοκιμάσει. Όχι ακόμα. Όλα ελαφρώς αρμυρά.
Μετά το γεύμα μπήκε στο λουτρό. Μια μεγάλη στρόγγυλη μπανιέρα δέσποζε μπροστά στην Θάλεια. Στα ράφια του μπάνιου, όπου είχε και ρυθμιζόμενο φωτισμό ( γύρισε τον διακόπτη στο ελάχιστο φως, αλλά μετά το έκλεισε εντελώς επειδή προτίμησε ν’ ανάψει κεριά) είχε μια τεράστια ποικιλία από γυάλινα βάζα όλων των χρωμάτων με άλατα, αφρόλουτρα, αιθέρια έλαια, νιφάδες σαπουνιού, αρωματικά και ιαματικά βότανα. Κανένα δεν έγραφε τι περιείχε μέσα και έτσι αναγκάστηκε, με ευχαρίστηση ομολογουμένως, να τα ανοίγει και να τα μυρίζει ένα ένα, μέχρι να αποφασίσει ποια θα χρησιμοποιούσε.
Τελικά το παράκανε, επειδή έριξε πολύ από πολλά και δεν έβλεπε, μια που την είχε σκεπάσει ο αφρός και κόντεψε να ζαλιστεί από τις έντονες μυρωδιές, οπότε άδειασε, με λύπη, το νερό από την μπανιέρα. Όταν την ξαναγέμισε ήταν πιο φειδωλή στις ποσότητες και στα αρώματα των βάζων. Έτσι ήθελε να είναι και στην ζωή της.
Αν όχι σώφρων, τουλάχιστον εγκρατής και να μπορεί να επιλέγει η ίδια πότε δεν θα ήταν τίποτα από τα δύο.
Βυθίστηκε μέχρι την μύτη και μούλιασε. Μια ώρα μετά ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Μόνη αλλά ευτυχισμένη. Γιατί; Δεν ήταν σίγουρη, αλλά αυτό το σπίτι ήταν καλή εξήγηση. Το πώς είχε βρεθεί εδώ ήταν τρελό. Αλλά γλυκά τρελό. Μακάρι να συνέχιζε έτσι.
Ήταν ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση όταν αποκοιμήθηκε. Το στρώμα την είχε ρουφήξει ολόκληρη όταν είδε το πρώτο της όνειρο.

Ξύπνησε τρομαγμένη. Κάτι υγρό κυλούσε στον λαιμό της. Φοβήθηκε. Η κοιλιά της ήταν γρατσουνισμένη και την έτσουζε. Ο φόβος έγινε πανικός όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια. Ήταν δεμένα στα κάγκελα του κρεβατιού. Την είχαν δέσει ενώ κοιμόταν.
Προσπάθησε να σηκωθεί. Οι κόμποι λύθηκαν από τους καρπούς της.
Βρισκόταν στο δωμάτιό της. Αλλά το κρεβάτι είχε κάγκελα.
Το κρεβάτι, ξαφνικά «είχε» κάγκελα. Τώρα δεν είχε, που το ξανακοιτούσε.
Ούτε σχοινιά υπήρχαν.
Έτρεξε στο μπάνιο. Είχε τρεις γρατσουνιές στην κοιλιά και άλλη μια στο λαιμό που έτρεχε λίγο αίμα.
Πίστευε σε παραψυχολογικά φαινόμενα αλλά όχι σε φαντάσματα και στοιχειά!
Αλλά αυτό το σπίτι είχε φαντάσματα. Άλλη λογική εξήγηση ήταν μήπως η ίδια ήταν παράλογη.
Ήταν τρελή ή είχε αρχίσει να χαζεύει.
Πήγε στην κουζίνα να πιει νερό. Στο ψυγείο ήταν κολλημένο ένα χαρτάκι.
«Είχες εφιάλτες το βράδυ και τραυμάτισες τον εαυτό σου. Το κρεβάτι σου σε έδεσε για να σε προστατέψει από τον εαυτό σου.»
Το διάβασε και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά. Ευτυχώς, δεν ήταν τρελή. Ευτυχώς δεν ήταν το σπίτι της στοιχειωμένο. ΜΟΝΟ το κρεβάτι ήταν. Περίμενε τρελά πράγματα σ’ αυτό το μέρος, αλλά δεν είχε φανταστεί κάτι τέτοιο.
Και ποιός είχε γράψει το σημείωμα;
Πάνω στο ψυγείο ήταν ακόμα ένα χαρτάκι, που δεν το είχε προσέξει πριν.
Έγραφε « Εγώ»
«Εγώ, ποιος εγώ;» αναρωτήθηκε. Και τρίτο χαρτάκι είχε εμφανιστεί
«Εγώ, δηλαδή εσύ»
Το ψυγείο εμφάνιζε χαρτάκια σαν να ήταν φαξ. Δεν είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα με το ψυγείο και ούτε ήθελε να μείνει και άλλο στο σπίτι.
Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε έξω. Είδε την Μελίνα να κάθεται κοντά σε τέσσερις άλλους και να συζητάνε.
Προχώρησε βιαστικά στην αρχή, πιο σιγά μετά, επειδή δεν ήθελε να δείξει – πολύ – ότι είχε τρομοκρατηθεί.
Είχε μια υποψία πως όταν θα το ανέφερε θα το θεωρούσαν φυσιολογικό.
Είχε δίκιο.


«Το κρεβάτι είναι μια μηχανή ύπνου» της εξήγησε η Μελίνα.
« Φροντίζει να κοιμάσαι στο ανάλογα επιθυμητό στρώμα και σχήμα κρεβατιού που θέλεις κάθε φορά. Τα όνειρα και κατ’ επέκταση αυτό που βοηθάει να ξαπλώσεις για να τα δεις, βέβαια όχι και να τα πραγματοποιήσεις, τουλάχιστον τα πιο πολλά, είναι πολύ σημαντικά σε αυτό το μέρος. Το ψυγείο, που φροντίζει το σώμα σου να τραφεί, είναι και αυτό σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του κορμιού σου, αν και πολλές φορές θα διαφωνείς με ό,τι θα βρίσκεις μέσα για φαγητό. Το ίδιο και ο φούρνος.
Μόνο το ψυγείο μπορεί να σε προειδοποιεί γραπτώς για πράγματα που χρειάζεσαι. Αυτήν την φορά σε ενημέρωσε επειδή πλήγωσες το σώμα σου. Και το σώμα σου το αφορά. Όσο για το τι σου συνέβη, εσύ, χωρίς να το συνειδητοποιήσεις, του το υπαγόρευσες.
«Κρεβάτια και ψυγεία και μηχανές που ελέγχουν το νου μου. Δεν μου αρέσει» αντέδρασε η Θάλεια.
«Ούτε σε εμάς αρέσει» αποκρίθηκε η Μελίνα « Για αυτό και δεν μας ελέγχουν. Εμείς τα ελέγχουμε. Όπως πατάς τα πλήκτρα στον υπολογιστή σου και του δίνεις εντολές τι να εμφανίσει, έτσι λειτουργούν και αυτά. Μόνο που δεν έχουν πληκτρολόγιο αλλά δέχονται νοητικές εντολές και αντί για οθόνη έχουν ψύξη και στρώμα»
Αυτό προσπάθησε να της ακουστεί και να το δεχτεί ως λογικό, αλλά δεν της ήταν αρκετά ικανοποιητικό. Της είχαν προσφέρει ιώδιο και οινόπνευμα. Ο λαιμός της την έτσουζε και ανησυχούσε μην της έμενε σημάδι.
Η Μελίνα προσπάθησε να την καθησυχάσει:
« Μπορείς να φύγεις από σήμερα, αν το θέλεις. Ή να καθίσεις, όσο θελήσεις. Αλλά αν κάποια στιγμή αποφασίσεις να ξαναγυρίσεις δεν θα μπορείς. Ελάχιστοι γνωρίζουν πού βρίσκεται αυτό το μέρος και κανείς τους δεν είναι ένας από εμάς»
«Θα φύγω. Μου φαίνεται επικίνδυνο και ψεύτικο αυτό το μέρος. Ένα παιχνίδι αναζήτησης μιας ευτυχίας άγνωστης, από όλους εδώ, άγνωστοι και αυτοί μεταξύ τους. Προχωρούν στα τυφλά, επειδή χαίρονται νομίζουν ότι ευτυχούν και λύνουν τα προβλήματά τους. Εγώ τουλάχιστον, ξέρω, πως ένας ψυχολόγος μπορεί να με βοηθήσει ν’ ανακαλύψω κάποιους δρόμους υπαρκτούς, αλλά εσείς και τα σπίτια σας και οι μέθοδοί σας εδώ χρειάζεστε, μάλλον, ψυχίατρο. Πότε μπορώ να φύγω;»

Το αεροπλάνο απογειώθηκε. Ήθελε πραγματικά να φύγει; Το σίγουρο ήταν πως δεν ήθελε να μείνει. Είχε τρομάξει. Την τρόμαζαν αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα σπίτια, αυτή η αναζήτησή τους. Η υπερβολική οικειότητά τους. Η ίδια χρειαζόταν τον χώρο της. Τον χρόνο της. Τους ανθρώπους της. Εκεί δεν τα είχε.
Πόσο σίγουρη ήταν για το τελευταίο; Πάντα πίστευε ότι δεν πρέπει να κρίνουμε βιαστικά ανθρώπους και καταστάσεις. Μήπως αυτήν την φορά εναντιωνόταν σε αυτό της το πιστεύω;
Σταμάτησε να το σκέφτεται επειδή την ενοχλούσε.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε και τροχοδρόμησε στην άκρη της πίστας της πιο αδικαιολόγητα εγωπαθούς καυσαερούπολης. Η πόρτα είχε ανοίξει αλλά πριν προλάβει να βγει η Θάλεια, όρμησε ένας μασκοφόρος, ή μάλλον καλσονοφόρος, που κρατούσε ένα νεροπίστολο.
« ΟΛΟΙ ΚΑΤΩ» φώναξε και έκλεισε την πόρτα.
Ο πιλότος βγήκε από την καμπίνα του.
« Όποιος κουνηθεί, θα τον πιτσιλίσω. Έχει θειικό οξύ μέσα» και προς απόδειξη του λόγου του πάτησε την σκανδάλη. Το υγρό πέτυχε μια θέση του αεροπλάνου. Ένα σύριγμα ακούστηκε και καπνός βγήκε από την τρύπα που είχε ανοίξει το οξύ.
« Τι ζητάς;» τον ρώτησε ο πιλότος.
« Βάλτε καύσιμα σαν να μην συμβαίνει τίποτε και γυρίστε πίσω, στο χωριό»
« Ποιο χωριό; Τα χωριά δεν έχουν αεροδρόμια. Πού θέλεις να πας;»
Ξαναπάτησε την σκανδάλη σημαδεύοντας ανάμεσα στα πόδια του πιλότου
«Τις μοναδικές φορές που μου αρέσει να παίζω με τις λέξεις είναι όταν αφηγούμαι ή γράφω μια ιστορία» του είπε
Ο πιλότος αναγκάστηκε να συμφωνήσει.
Ο αεροπειρατής με το καλσόν στάθηκε στο κοκπιτ μέχρι να δώσει εντολή να φορτωθούν καύσιμα, να ξεκινήσουν και ν’ απογειωθούν.
Η Θάλεια έβριζε την γκαντεμιά της, από μέσα της, αλλά και της φαινόταν αστείος ο αεροπειρατής. Το καλσόν που φορούσε στο κεφάλι ήταν τόσο διαφανές, που σαν να μην ήθελε να κρυφτεί. Τα χαρακτηριστικά του ξεχώριζαν : Γυαλιά μυωπίας, χοντρή μύτη, μακριά μαλλιά, λεπτά χείλη, που σαν να τα στράβωνε ή να τα μισόκλεινε όταν μιλούσε. Δεν ήταν καθόλου νευρικός, σαν να είχε ξανακάνει αεροπειρατεία.
«Αν σε πέντε ώρες δεν έχουμε φτάσει, τότε θα έχουμε πρόβλημα» είπε στον πιλότο και τράβηξε το γελοίο καλσόν από το κεφάλι.
« Με λένε Μάνο» συστήθηκε.

Η Θάλεια είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Αναγκάζεται να υποστεί όλη αυτήν την ταλαιπωρία, ενώ οι πιλότοι χαριεντίζονται, μιλάνε και γελάνε με αυτόν τον Μάνο λες και ήταν φίλοι από παλιά. Ευτυχώς η αεροσυνοδός είναι και αυτή αναστατωμένη. Δυστυχώς δεν την συνοδεύει εκείνος ο μελαχρινός.
Ο αεροπειρατής γύρισε και έκατσε στην μπροστινή θέση της.
« Πώς ήταν τα πράματα στο χωριό;» την ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια
«Απαίσια ήταν» του απάντησε
« Μάνος» της είπε και άπλωσε το χέρι του
«Θάλεια» και δεν άπλωσε το χέρι της. Τα είχε σταυρωμένα στο στήθος της.
«Έκατσες καιρό εκεί;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο αεροπειρατής
« Μια μέρα»
« Μια μέρα» είπε ο Μάνος σκεφτικός και σηκώνοντας το ένα του φρύδι. « Και σήμερα επέστρεφες σε ένα ωραίο μέρος, έτσι; Και εγώ σου το χάλασα. Ή μάλλον, σε καθυστέρησα. Συγνώμη. Ειλικρινά. Αν και δεν βελτιώνει η συγνώμη τίποτα»
«Δεκτή η συγνώμη, αλλά άχρηστη. Σωστά το είπες» του απάντησε επιθετικά η Θάλεια. « και όχι, δεν επιστρέφω σε ένα ωραίο μέρος. Απλά επέστρεφα σε ένα μέρος που είναι πιο κοινό αλλά γνωστό και σταθερό»
« Μάλιστα. Μπορείς να μου περιγράψεις το χωριό;»
« Έχει πολλά διαφορετικά σπίτια. Το καθένα πανέμορφο για τον κάτοικό του. Θα έλεγα ότι σε επιλέγουν τα σπίτια και όχι εσύ αυτά. Έχει πολύ πράσινο, πανέμορφους κήπους, πολλά ζώα που δεν φοβούνται τους ανθρώπους και πολλούς ανθρώπους που επίσης δεν φοβούνται τους ανθρώπους, ή τουλάχιστον αυτό δείχνουν ή ελπίζουν να πετύχουν. Μέσα στο σπίτι, που δεν μπορώ να μην πω ότι μου άρεσε τρομακτικά πολύ και κυριολεκτώ, υπάρχουν μηχανές που διαβάζουν το μυαλό σου. Τίποτα δεν μπορείς να κρύψεις από αυτά. Δεν κατάλαβα πιο πολλά πράματα. Α, επίσης εκεί τους αρέσει πολύ, ή να μιλάνε ή να μην μιλάνε καθόλου. Και επίσης όλοι το παραδέχονται, πως δεν ξέρουν τι θέλουν.
«Μμμ. Πιο πολύ σαν δύσκολο μέρος μου ακούγεται. Εσένα, γιατί σου φάνηκε απαίσιο;» την ρώτησε ο Μάνος.
«Πρώτα απ’ όλα με απήγαγαν με την βία»
«Ναι, αλλά σε ελευθέρωσαν αμέσως. Μια μέρα δεν είπες μόνο, έμεινες;»
«Ναι, αλλά δεν μου αρέσει να με τραβολογάνε»
«Αυτό δεν έχει να κάνει με το μέρος, αλλά με τους ανθρώπους που αποφάσισαν να σε απαγάγουν. Θα είχαν τους λόγους τους. Τους γνωρίζεις;»
«Όχι, δεν τους ξέρω. Επίσης είναι απαίσιο το ότι όλοι δείχνουν χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, φιλικοί, πρόθυμοι και καλοί» πρόσθεσε η Θάλεια.
«Ναρκωτικά τους έδιναν; Καλή φάση ακούγεται. Πόσους δηλαδή, έχει το χωριό;»
«Αν είναι γεμάτα όλα τα σπίτια, εκατό, ίσως λίγο παραπάνω»
«Πω, πω και έβλεπες όλον αυτόν τον κόσμο σε κατάσταση «ειρήνη, αγάπη και όλα καλά;» ρώτησε την Θάλεια.
« Εεε, όχι. Είδα μόνο επτά ανθρώπους και απ’ αυτούς, για να είμαι ειλικρινής, μόνο οι πέντε βρίσκονταν σε καλή διάθεση»
« Οι υπόλοιποι;»
«Πότε έβλεπα στην μια άκρη κάποιους, πότε στην άλλη μεριά άλλους, κάποιους μόνοι τους να περπατάνε, άλλος να ρεμβάζει, άλλους να τραγουδάνε μια φορά. Αυτά»
«Οπότε, πολύ πιθανό, να μην είναι όλα, όπως τα περιγράφεις. Απαίσια όμορφα»
« Ναι , όμως το σπουδαιότερο θα στο πω τώρα» τον διέκοψε η Θάλεια « την νύχτα που κοιμήθηκα, το κρεβάτι μου έβγαλε κάγκελα και σχοινιά και με έδεσε, επειδή στον ύπνο μου γρατσούνισα τον εαυτό μου, για να μην πληγωθώ πιο πολύ»
« Κρεβάτι σωματοφύλακας, έτσι;» αστειεύτηκε ο Μάνος « Και γιατί αυτοτραυματίστηκες;»
Η Θάλεια τον κοιτούσε. « Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να ξέρω»
«Αν έμενες μία ημέρα ακόμα, πιστεύεις ότι θα ήξερες;»
« Δεν ξέρω» Η Θάλεια ένιωσε άβολα και μετακινήθηκε στην θέση της
«Ήθελες να μάθεις;»
Αυτό δεν το είχε σκεφτεί η Θάλεια. Ο τρόμος και ο θυμός δεν της είχαν αφήσει χώρο να σκεφτεί καθαρά αυτό που της συνέβη. Το χωριό δεν είχε τίποτα το εχθρικό, αντίθετα, ήταν αρκετά φιλικό. Τα σπίτια το ίδιο. Για τους συντοπίτες της είχε αμυδρή ιδέα. Και αν η φιλικότητά τους της φαινόταν ενοχλητική, ίσως μόνο της φαινόταν. Και πάλι, μόνο η Μελίνα που την είχε υποδεχτεί την έκανε να νιώσει άβολα με τον σφιχτό εναγκαλισμό. Η οποία κίνηση, ήταν αρκετά συνηθισμένη ανάμεσα σε ανθρώπους. Μπορεί σε όχι εντελώς άγνωστους μεταξύ τους, αλλά και η ίδια γνώριζε δύο άτομα που αντί απλής χειραψίας προτιμούσαν μια φιλική αγκαλιά.
Είχε δει , μάλιστα και έναν που μοίραζε δωρεάν αγκαλιές στον δρόμο στους περαστικούς, μόνο και μόνο για να προσφέρει μια στιγμή χαλάρωσης και δείγμα ανθρωπιάς.
Ούτε οι τρεις που την προέτρεψαν να μπει στο σπίτι, ούτε οι άλλοι την ημέρα που έφευγε είχαν δείξει ενοχλητική οικειότητα. Το καλοσκέφτηκε. Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί πως είχε κάνει έναν καταπληκτικό και ξεκούραστο ύπνο. Μέχρι τώρα σκεφτόταν μόνο τον φόβο όταν ξύπνησε και όχι την ευχαρίστηση που προηγήθηκε.
Και το κρεβάτι την είχε δέσει για να την βοηθήσει. Και την έλυσε αμέσως.
Και είχε τρομοκρατηθεί από ένα ψυγείο με ασύρματη επικοινωνία.
«Τι, αλήθεια πιστεύεις μου φάνηκε απαίσιο;» Τώρα γιατί της ήρθε να ρωτήσει τον αεροπειρατή, αναρωτήθηκε.
«Εσύ σου φάνηκες απαίσια» της πέταξε ο Μάνος στα μούτρα
«Δεν είμαι απαίσια. Μπορεί σε κάποια πράγματα να μην είμαι καλή, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Έτσι είμαι φτιαγμένη»
«Δεν σου είπα ότι είσαι απαίσια. Είπα πως ο εαυτός σου, σου φάνηκε απαίσιος. Αυτογρατσουνίστηκες στον ύπνο σου, όπου οι σκέψεις μας είναι ελεύθερες και αναδύονται και εκφράζονται. Αυτοτιμωρήθηκες. Αυτοανακυρήχθηκες ανάξια τόσων ωραίων συνθηκών και άξια λύπησης και καταδίκης. Και ήσουν αρκετά πεπεισμένη για την μηδαμινή σου αξία. Στοιχειώδες, Γουάτσον, που θα’ λεγε και ο Τσακυ Τσαν»
«Πώς το συμπέρανες αυτό; Δεν με γνωρίζεις καθόλου Είσαι τόσο σίγουρος για την διάγνωσή σου;» είπε η Θάλεια
« Όχι, δεν είμαι σίγουρος. Δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, ίσως, αλλά υπάρχουν πολλές πειστικές αλήθειες. Αυτό με κάνει, πρώτα εμένα, ν’ αμφιβάλλω για ό,τι λέω. Μπορεί να γίνει όμως, για εσένα, αυτό που είπα μια πειστική αλήθεια; Έχεις τον τρόπο να το αποδείξεις ή να το διαψεύσεις. Ψάχνοντας, βρίσκεις. Και θα καταλάβεις πως είσαι σε σωστό δρόμο όταν σε κάθε σου βήμα θα νιώθεις καλύτερα, πιο δυνατή, πιο ξαλαφρωμένη, ίσως πιο τρομαγμένη και ίσως με νέες, πιο συναρπαστικές απορίες.
Είναι καλό να μάθουμε να μαθαίνουμε και πριν από αυτό να μάθουμε να ψάχνουμε και ακόμα πιο πριν να μάθουμε να αισθανόμαστε.
Σίγουρα υπάρχουν και άλλα και αυτός είναι ο λόγος που εγώ θέλω να πάω στο χωριό. Εσύ, τώρα, για ξαναπές μου , γιατί ήθελες να φύγεις από το χωριό;» τελείωσε την φλυαρία του ο Μάνος.
Η Θάλεια ήθελε πάρα πολύ να απαντήσει ξεκάθαρα γιατί ήθελε να φύγει. Όχι για να το ακούσει αυτός ο ψυχασθενής αεροπειρατής, αλλά για να το ακούσει η ίδια.
Ήταν έτοιμη να ξεφουρνίσει διάφορους λόγους, ο καθένας ελάχιστα πειστικός πλέον και όλοι μαζί ασυνάρτητοι. Πίεζε τον εαυτό της, σκεφτόταν και τελικά το βρήκε.
Κοίταξε τον αεροπειρατή στα μάτια και με σιγουριά στην φωνή του είπε:
«Θέλω να φύγω από το χωριό για να μην αναγκαστώ να δω κάτι από εμένα και φοβηθώ»
Ο Μάνος σηκώθηκε και φώναξε στον πιλότο:
«Επιστρέφουμε στην Αθήνα»

‘Είστε σίγουροι;» απάντησε ο πιλότος
«Ναι, η κυρία θεωρεί ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να μην μείνουμε στο χωριό»
«Μια στιγμή»παρενέβη η Θάλεια « θέλω να το ξανασκεφτώ»
«Τι να ξανασκεφτείς; Αφού είπες το μέρος εκείνο δεν αντέχεται. Η Τιμή, η πρόσκληση που σου δόθηκε μπορεί να γίνει καταστροφική. Αυτοί που μένουν εκεί ίσως είναι καλύτερα προετοιμασμένοι, πιο δυνατοί από εσένα, από εμένα. Έχουν πιο πολύ διάθεση να εξερευνήσουν και να δοκιμάσουν νέα γι’ αυτούς πράματα»
«Δεν είπα αυτό»
«Ναι, αλλά από αυτά που είπες με έπεισες ότι ίσως χάσω τον χρόνο μου. Όπως τα περιέγραψες φαίνεται να κρύβεται κάτι από πίσω. ΄Ύποπτο να είναι όλα καλώς καμωμένα»
«Δεν το ξέρω αυτό» έφερε αντίρρηση η Θάλεια «και αν φαίνονται ύποπτα, ίσως να μην είναι. Καλύτερα να σχηματίσεις μόνος σου προσωπική άποψη»
«Και αν πάθω χειρότερα απ’ όσα εσύ;» επέμεινε ο Μάνος
« Μπορεί και όχι όμως. Να σου αρέσει όντως εκεί» επέμενε η Θάλεια
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα. Γιατί θεωρείς ότι για εμένα θα είναι καλύτερα; Τι έχω που δεν το έχεις εσύ; Τι έχουνε αυτοί εκεί στο χωριό που δεν το έχεις;»
«Μπορεί να έχουν τόλμη, αποφασιστικότητα και να μην είναι δειλοί» απάντησε η Θάλεια
«Εσύ, δηλαδή, δεν είχες ποτέ τόλμη, αποφασιστικότητα και ήσουν πάντα δειλή; Ενώ οι άλλοι άνθρωποι είναι πάντα τολμηροί και αποφασισμένοι και πάντα θαρραλέοι;
«Όχι βέβαια» έσπευσε να τον διορθώσει η Θάλεια. «Όλοι οι άνθρωποι, είναι απ’ όλα, ανάλογα τις συνθήκες τις αντοχές τους και το πώς θέλουν να συμπεριφερθούν»
«Και εσύ το ίδιο;»
«Ναι και εγώ το ίδιο, αφού και εγώ είμαι άνθρωπος»
«Εντάξει» Ο Μάνος της έδωσε το νεροπίστολο. « Χαζή δεν φαίνεσαι, αν και θα έχεις κάνει χαζομάρες στην ζωή σου. Οπότε επέλεξε πώς θα σε ευχαριστούσε να συμπεριφερθείς»

Η Θάλεια πήρε το νεροπίστολο. Το εργαλείο και σύμβολο της δύναμης και εξουσίας σε αυτόν τον χώρο. Στο αεροπλάνο και στους ανθρώπους που ήταν μέσα.
«You got the power» της είπε ο Μάνος
Είχε την δύναμη, ένιωθε την επιθυμία, μπορούσε να επιλέξει, τουλάχιστον αυτήν την στιγμή, τι ήθελε, πώς να συμπεριφερθεί.
Η ίδια είχε αιτιολογήσει ήδη την απόφασή της
Έδωσε το νεροπίστολο στον Μάνο.
«Δεν είμαι βίαιος τύπος» του είπε « αλλά προτιμώ την ευθύνη να την έχεις μόνο εσύ. Της αεροπειρατείας, κατάλαβες»
«Χωριό» φώναξε ο Μάνος παίρνοντας το νεροπίστολο


Βγαίνοντας από το αεροπλάνο είχε νυχτώσει. Πήραν το λεωφορείο που είχε ενημερωθεί από τον πιλότο. Δεν τους υποδέχτηκε η Μελίνα αλλά ο Μενέλαος. Τους καλωσόρισε, ευτυχώς με χειραψία, θερμή μεν, αλλά όχι αγκαλιές. Ο πιλότος του εξήγησε τι είχε συμβεί και ο Μενέλαος έδειχνε να το διασκεδάζει. Η Θάλεια περίμενε ότι θα την επέπλητταν, αλλά ο Μενέλαος απλά της είπε πως εξακολουθούσε να είναι ελεύθερη να κάνει και να πάει ό,τι και όπου θέλει.
Κοίταξε τριγύρω για να βρει τον Μάνο. Τον είδε πίσω από ένα θάμνο να κατουράει με σηκωμένα τα χέρια και το κεφάλι ψηλά. Γύρισε αηδιασμένη το κεφάλι και πήγε στο σπίτι της.

Το επόμενο πρωί όταν ξύπνησε, μετά από έναν ακόμα πολύ ωραίο ύπνο, δεν βρήκε σχοινιά, ούτε κάγκελα, αλλά ένα χαρτάκι στο ψυγείο που έγραφε σκέτα
«Καλημερούδια!!!!»
Κοίταξε από το παράθυρο. Μόλις ξημέρωνε. Πήγε από την άλλη μεριά και βγήκε στην βεράντα. Έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε μεγάλες ποσότητες πρωινού αέρα, με μυρωδιές που ένιωθε ότι μπορούσε να τις γευτεί και με την γλώσσα και με τα χέρια, ακόμα και να τις δει. Άνοιξε τα μάτια και πρόσεξε, περίπου τριάντα μέτρα μακριά, πάνω στο γρασίδι στην ρίζα ενός δέντρου τον Μάνο να κοιμάται.
Δεν είχε βρει σπίτι;
Ξαναμπήκε μέσα. Στο σπίτι υπήρχε τηλέφωνο και λειτουργούσε
Δεν της είχε πει κανείς, ούτε υπήρχαν οδηγίες πουθενά για το τι επιτρεπόταν να φανερώσουν στον έξω κόσμο.
Τόση εμπιστοσύνη είχαν στους κατοίκους εδώ, ότι θα έκαναν σωστή χρήση τόσης ελευθερίας που τους παρέχονταν;
Τηλεφώνησε στον Πέτρο, το αφεντικό της, να τον ενημερώσει ότι δεν θα εμφανιζόταν στο γραφείο. Πήρε και τους γονείς και την αδερφή της να μιλήσουν, σαν να βρισκόταν στο σπίτι της και όχι στη μέση μιας ζούγκλας. Της είχαν επιστρέψει και το κινητό της όπου είδε πως είχε είκοσι αναπάντητες και δέκα νέα μηνύματα. Δεν είχε όρεξη ν’ ασχοληθεί. Δεν είχε όρεξη να βγει έξω και ούτε ήθελε να μιλήσει σε κανέναν. Τηλεόραση δεν είχε το σπίτι. Πρόσεξε όμως, ότι τα ράφια είχαν, σήμερα, βιβλία. Δεν είχαν τίτλους στην ράχη, ούτε στα εξώφυλλα. Πήρε ένα στην τύχη. Δεν έγραφε μέσα ούτε όνομα συγγραφέα, ούτε τίποτε άλλο. Ούτε καν εισαγωγή δεν είχε.
Το άνοιξε στην μέση και διάβασε:
«.....την Πέμπτη μέρα της παρουσίας τους στην γη και αφού είχαν μιλήσει με άντρες , γυναίκες και παιδιά από όλα τα ατελή ανθρώπινα διαρθρωμένα κοινωνικά στρώματα, οι θεοί κατέληξαν στο ευχάριστο συμπέρασμα, ότι οι άνθρωποι τα είχανε σκατώσει, όπως ακριβώς το περίμεναν και το είχαν προβλέψει.
Οι σύνεδροι, που αποτελούνταν από τις μείζονες και ελάσσονες θεότητες απ’ όλη την γη, πλην ημίθεων, αγγέλων και δαιμόνων, συζητούσαν με τους αντιπροσώπους τους επί της γης.
Ο Χριστός, ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Κομφούκιος, ο Γκάντι, ο Μαρξ, η μητέρα Τερέζα, ο Βολτέρος, ο Καρλ Γιουνγκ και άλλοι πολλοί, προσπαθούσαν να αιτιολογήσουν την δυνατότητα της ανθρωπότητας να μπορεί να συνεχίσει να έχει ατομικές επιλογές, ακόμα και αν αυτές την αφανίσουν στο τέλος.
Οι θεοί , αντίθετα, επέμεναν να ξαναρχίσουν να παρεμβαίνουν άμεσα.
Τον λόγο ζήτησε και τον πήρε, μια ιερή αγελάδα. Αυτή, βήχοντας για να καθαρίσει τον λαιμό της, άρχισε να μουγκανίζει μια σειρά ακατάρριπτων επιχειρημάτων για την αναγκαιότητα του να συνεχίσει να υπάρχει στους ανθρώπους το δικαίωμα της ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ και ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ, αλλά βασική και μοναδική προϋπόθεση να είναι να διδαχτεί ο καθένας, τι σημαίνει κάθε μία από αυτές τις λέξεις και τι έννοια αποκτούν όλες μαζί. Κατέληξε, ότι η δυσάρεστη κατάσταση που επικρατούσε στον κόσμο, ήταν απλά λάθος κατανόησης, παρεξηγημένης ερμηνείας και απόδοσης των γραφών.
Όλων των γραφών.
Ακούγοντας αυτά, ο Όσιρις.....»
Η Θάλεια έκλεισε το βιβλίο. Πήρε ένα άλλο, πάλι στην τύχη, μια που δεν είχε και άλλο τρόπο να διαλέξει.
Αυτήν την φορά ξεκίνησε να διαβάζει από την αρχή:

«Ήταν πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Και ευτυχισμένος. Κόπος και προσπάθειες χρόνων είχαν ολοκληρώσει τον σκοπό του. Είχε καταφέρει να μπει στο βιβλίο Γκίνες!
Είχε σκαρφαλώσει στα πιο ψηλά βουνά, είχε κατέβει στα πιο σκοτεινά φαράγγια, είχε πατήσει τις πιο καυτές και παγωμένες περιοχές του πλανήτη, είχε καταδυθεί στα αφιλόξενα βάθη των ωκεανών.
Όλα αυτά, φυσικά, τα είχαν κάνει και άλλοι πριν.
Αλλά ήταν ο μοναδικός που είχε κάνει σεχ με όποιο ζωντανό οργανισμό είχε τρύπα όπου μπορούσε να χώσει το πέος του. Και όχι απλά το είχε χώσει, αλλά είχε εκσπερματώσει κιόλας.
Ήταν ο μοναδικός που είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή με τέτοια ποικιλία πανίδας και είχε, ταυτόχρονα, καταφέρει να κρατηθεί μακριά από σεξουαλική επαφή με ανθρώπινο ον. Η μακροχρόνια αυτή περιπέτειά του, είχε τύχει χρηματικής χορηγίας, υποστήριξης και μελέτης μιας βιοτεχνολογικής γενετικής εταιρείας ερευνών, όπου ένας από τους στόχους της ήταν να εξακριβώσει την δυνατότητα ζευγαρώματος και γέννησης ενός νέου είδους, με όλα τα αμφισβητούμενα πλεονεκτήματα ενός ανθρώπου και τα αναμφισβήτητα προτερήματα ενός ζώου»
Η Θάλεια έκλεισε και αυτό το βιβλίο και πήρε ένα άλλο.
Αυτό είχε πιο ενδιαφέρουσα αρχή. Της άρεσαν οι ιστορίες ανθρώπων που αναζητούσαν την αγάπη. Ταυτιζόταν μαζί τους.
Έγραφε:
«Αυτή είναι μια ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων που έγιναν τέσσερις πριν προλάβουν να γίνουν ένας και πίστευαν ότι ήταν τρεις, χωρίς να είναι, επειδή έτσι τους βόλευε.
Δύο άνθρωποι, που ήταν αρκετά βλάκες ώστε να χρησιμοποιούν την λογική για αισθηματικές καταστάσεις και τα συναισθήματά τους για να λύνουν παράλογα προβλήματα.
Δύο άνθρωποι, που ακόμα και όταν μπορούσαν να κρίνουν με ακριβώς όση λογική και ευαισθησία απαιτούσαν οι περιστάσεις, επέλεγαν την λιγότερη αρεστή προς τους ίδιους λύση, μόνο και μόνο με την ελπίδα ότι θα είχε το μικρότερο ρίσκο ή τις πιο ανώδυνες αρνητικές συνέπειες.
Δύο άνθρωποι που δεν τόλμησαν να τολμήσουν μαζί, όπως είχαν ξανακάνει στο παρελθόν, ξέχωρα όμως.
Δύο άνθρωποι, που στέρησαν την δυνατότητα και το άλλοθι από ποιητές και καλλιτέχνες να κάψουν και να καταστρέψουν όποιο βιβλίο ή έργο τέχνης είχε γεννηθεί τα τελευταία 5.000 χρόνια που εξυμνούσε ή αφηγούνταν τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, τον χωρισμό και ό,τι άλλο μοίραζε ο μικρός φτεροφόρος τοξότης.
Δύο άνθρωποι που δεν έδωσαν τροφή στους ίδιους ποιητές και καλλιτέχνες για να δημιουργήσουν ένα και μοναδικό έργο, το οποίο θα περιλάμβανε τα πάντα για τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, τον χωρισμό και ό,τι άλλο μοιράζει το ξεβράκωτο αγγελάκι με το βέλος του, ένα έργο που δεν θα είχε ανάγκη να υπάρξει ποτέ και τίποτε παραπάνω να προστεθεί.
Αυτό φυσικά, δεν το πίστευαν ότι θα μπορούσε να συμβεί, διότι, είπαμε, πότε είχαν υπερβολικά συναισθηματική λογική, πότε αυστηρά λογικά αισθήματα.
Σπανίως τα αισθήματά τους ζητούσαν την βοήθεια της λογικής, όπως ελάχιστες φορές το μυαλό τους ζητούσε την συμβουλή της καρδιάς.
Ήταν από τις συνηθισμένες περιπτώσεις που γνωρίζονταν από μήνες και αντάλλασσαν τυπικούς χαιρετισμούς, αλλά ένιωθαν μια, σαν παλιών φίλων, οικειότητα η οποία ανέδινε ζεστασιά και άνεση. Όλους αυτούς τους μήνες υπήρχε η αίσθηση της παιχνιδιάρικης διάθεσης για επικοινωνία, για μοίρασμα, για αυτό που μας αρέσει ν’ αποκαλούμε « άνοιγμα ψυχής».
Το αισθανόντουσαν κάθε φορά που μιλούσαν, στα ελάχιστα λόγια λέξεις, προτάσεις στην διάρκεια των διαλειμμάτων τους.
Αυτό κράτησε πολλές εβδομάδες και έβλεπαν με συγκρατημένο ενθουσιασμό ο ένας τον άλλον, σαν μια σπάνια περίπτωση ψυχής όπου μέσα της άφοβα θα μπορούσε να ξαπλώσει, ν’ αγκαλιαστεί και να αγκαλιάσει, να ομολογήσει, να συγχωρέσει και να συγχωρεθεί για όσα άλλοι θα καταδίκαζαν, να βρει κατανόηση.
Το αγόρι, δεν είχε απωθήσει τη σκέψη της σαρκικής απόλαυσης, επειδή δεν του είχε γεννηθεί καμία τέτοια σκέψη.
Αυτό δεν ήταν «φυσιολογικό»
Ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Η προοπτική μιας , καθαρά ψυχικής ερωτικής πράξης, που καταργεί το φύλο του ανθρώπου, που δεν υπολογίζει το σώμα, που στοχεύει σε αυτό που καθοδηγεί την σάρκα χωρίς να χρειάζεται την σάρκα, αυτό τον είχε συναρπάσει και δεν άφηνε χώρο για καμία άλλη σκέψη, που θα ήταν φτηνή, βδελυρή, σωματική η οποία θα θόλωνε αυτό το υπέροχης καθαρότητας και διάφανο νέο συναίσθημα που βίωνε.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι σάρκες τους θα συμμετείχαν σε αυτό που γεννιόταν, που προσπαθούσε να μεγαλώσει, που έδειχνε τόσο σημαντικό και στους δύο τους. Αυτό άλλαξε πολύ την σχέση τους.
Ίσως επειδή δεν ήταν έτοιμοι και οι δύο γι’ αυτό που συνέβη, ίσως επειδή ήθελαν να σφραγίσουν κάτι ( ένα τέλος, μια αρχή), ίσως επειδή εκείνη την στιγμή η σάρκα με την βοήθεια του αλκοόλ φανέρωσε την αδυναμία ( ή την δύναμή της ), ίσως απλά να ήθελαν να κάνουν έρωτα ο ένας στον άλλον.
Το αγόρι την είχε φιλήσει, ίσως για να κερδίσει κάτι, σίγουρα για να δει πώς θα ένιωθε.
Το κορίτσι ανταποκρίθηκε στο φιλί του, ίσως για να μην χάσει κάτι, σίγουρα επειδή ήθελε, προσπαθούσε, επιθυμούσε να νιώσει κάτι.
Όπως και να είχε, αυτό ώθησε την κατάσταση στον δρόμο του τέλους. Ενός τέλους προαποφασισμένου, άρα και λιγότερο επώδυνου.»

Εκεί σταματούσε η διήγηση. Ακολουθούσαν λευκές σελίδες.
«Τι βιβλίο είναι αυτό;» αναρωτήθηκε η Θάλεια. Υπήρχε τυπωμένο μόνο ένα υστερόγραφο που έλεγε:
«Προσοχή! Όποιος αναγνώστης επιθυμεί να διαβάσει την συνέχεια της ιστορίας, παρακαλείτε να στείλει μήνυμα στο κινητό του συγγραφέα»
Πουθενά δεν υπήρχε ούτε όνομα, ούτε αριθμός.

Η Θάλεια έκλεισε και αυτό το βιβλίο. Δεν τολμούσε να ανοίξει και άλλο. Κάπου θα υπήρχε κάτι να διαβάσει του γούστου της, αλλά δεν ήθελε, τώρα, να συνεχίσει να ψάχνει.

Την προσοχή της τράβηξε ο ήχος ενός ταμπούρλου που χτυπούσε έξω. Βγήκε και είδε τον Μάνο να το χτυπάει και να φωνάζει
«Θα μας τα πείτε; Θα μας τα πείτε; Ή μας τα είπαν άλλοι;»
Κόσμος μαζευόταν κοντά του. Η Θάλεια παρακολουθούσε από την βεράντα.
«Γιατί βαράς το ταμπούρλο;» τον ρώτησε ένας.
«Για να τραβήξω την προσοχή σας πιο έντονα» του απάντησε
Ένα ζευγάρι, που τουλάχιστον έδειχνε σαν ζευγάρι επειδή αυτή είχε το χέρι της στον κώλο του και αυτός στον λαιμό της, του είπε:
¨Ορίστε, την έχεις την προσοχή μας. Τι θέλεις να μας πεις;»
Ο Μάνος τους κοίταξε ΅
«Εγώ; Τίποτα δεν έχω να πω. Εγώ ν’ ακούσω θέλω και το ίδιο και εσείς, απ’ ότι βλέπω. Γι’ αυτό δεν ήρθατε τώρα κοντά μου; Για ν’ ακούσετε»
«Εμείς ήρθαμε ν’ ακούσουμε τι θέλει να μας πει αυτός που βαράει το ταμπούρλο και μας καλεί» μίλησε ένας τρίτος
«Λάθος καταλάβατε τότε. Εγώ το βάρεσα για να δω πόσοι έχουν αυτήν την στιγμή διάθεση να μιλήσουν. Τώρα θα πρέπει να βρούμε κάποιον να θέλει να μιλήσει. Κάποιον που δεν ήρθε μέχρι εδώ επειδή δεν ήθελε ν’ ακούσει. Να, κάποιον σαν αυτήν» είπε δείχνοντας την Θάλεια.
Όλα τα κεφάλια γύρισαν και την κοίταξαν. Ιδρώτας άρχισε να κυλάει στην πλάτη της. Κρύος. Αμηχανία. Ντροπή. Αδυναμία. Σφίξιμο στο στομάχι. Νευρικό χαμόγελο. Ήθελε να γίνει αόρατη.
«Δεν έχω να πω κάτι» κατάφερε να ψελλίσει.
Όλοι συνέχισαν να την κοιτούν. Μαρτύριο.
« Ωραία» φώναξε ο Μάνος « πάμε να βρούμε κάποιον άλλον που να θέλει να πει κάτι»
Μερικοί συμφώνησαν με την ιδέα του Μάνο, κάποιοι όχι, άλλοι ήταν αναποφάσιστοι.
Ο Μάνος είχε αρχίσει ν’ απομακρύνεται μαζί με δώδεκα από τους κατοίκους . Όσοι έμειναν σχημάτισαν παρέες μεταξύ τους ή πήγαν αλλού.

Η Θάλεια έμεινε στην βεράντα της. Έμεινε μόνη της. Αυτό ήταν κάτι που το είχε συνηθίσει. Αυτό που την ενόχλησε ήταν η ατολμία της. Έχασε μια ευκαιρία να μιλήσει σε ανθρώπους που ήθελαν ν’ ακούσουν. Για δικούς τους λόγους. Σε ένα περιβάλλον που ευνοεί και επιδιώκει τον διάλογο, την εξωτερίκευση, την εξομολόγηση, απαλλαγμένο από κακοήθειες και υστεροβουλίες.
Βυθισμένη σε γκρίζες σκέψεις δεν είχε προσέξει τον Μενέλαο που πλησίασε.
« Γεια σου, Θάλεια» την χαιρέτησε
«Καλημέρα Μενέλαε» του απάντησε λίγο θλιμμένη.
Της μίλησε
«Κάπου, στην βίβλο ίσως, δεν είμαι σίγουρος και ούτε έχει σημασία που το είδα γραμμένο ή ποιος το είχε πει, γράφει ότι ένας μετανοημένος αμαρτωλός αξίζει όσο εκατό δίκαιοι και αναμάρτητοι, διότι μόνο αυτός έχει μπορέσει να δει το σφάλμα και το σκοτάδι και έχει βρει την δύναμη μέσα του να ξανασταθεί όρθιος»
«Τι αμαρτία έκανα;» ρώτησε απορημένα η Θάλεια
« Αμαρτία, για τον καθένα, σημαίνει ένα λάθος, μικρό, μεγάλο, μεσαίο, που έχει διαπράξει. Δεν είναι κάθε λάθος όμως και αμαρτία. Χώρια, που μπορούμε να επιλέξουμε μέσα από μια τεράστια, σχεδόν ανεξάντλητη, ποικιλία λαθών. Κάθε φορά διαφορετικού, αν το επιθυμούμε. Ενώ οι αμαρτίες είναι καθορισμένες, πεπερασμένες στον αριθμό. Μην κολλάς όμως στην λέξη. Απλά, κάτι που ονομάζεις αμαρτία, περιέχει και την υπερφυσική, την υπερανθρώπινη τιμωρία, αν δεν σου αρκεί η επίγεια και εσωτερική σου καταδίκη.
Εσύ ίσως σκέφτεσαι διάφορα, όπως: μήπως ήταν λαθάκι σου που δεν ήθελες να τους μιλήσεις. Και τώρα το μετανιώνεις»
«Ναι, ίσως μετανιώνω που δεν είχα κάτι να τους πω. Ενώ ήθελα να τους πω κάτι ενδιαφέρον. Θέλω και εγώ να μπορώ να δίνω συμβουλές»
«Πώς ήξερες ότι περίμεναν ν’ ακούσουν κάτι το ενδιαφέρον; Μήπως ήθελαν απλά να σε ακούσουν. Και θα έβρισκε ο καθένας κάτι που να τον ενδιέφερε. Αν προϊδεάζεις αυτά που έχεις να πεις, είναι σαν να κρίνεις και αυτούς που σε ακούνε. Και δεν είναι ανθρώπινα όμορφο να κρίνεις ασυλλόγιστα, έτσι, τους άλλους»
«Ναι, αλλά όπως εγώ δεν ανέχομαι να ακούω κάποιον που μιλάει χωρίς να λέει τίποτα, έτσι δεν θέλω να κάνω το ίδιο στον οποιονδήποτε ακροατή μου»
«Θάλεια, αν δεν θέλεις να ακούς κάποιον, φεύγεις. Το ίδιο μπορεί ελεύθερα να φύγει και όποιος σε ακούει. Αλλά πρώτα να του έχεις δώσει την επιλογή να μείνει ή όχι. Εσύ του στερείς αυτήν την δυνατότητα για να μην πληγωθείς σε περίπτωση που τον δεις να φεύγει. Αλλά ξεχνάς ότι αυτό το δικαίωμα δεν το έχεις μόνο εσύ, αλλά όλοι.
Για αυτό, να μην σε ενοχλήσει όταν συμβεί. Να μην σε τρομάξει. Και να είσαι σίγουρη, άρα και προετοιμασμένη ότι θα σου συμβεί.
Μήπως θέλεις να πάμε να τους βρούμε;»
Πάλι την μάλωναν. Συνέχεια και όλοι την μάλωναν. Κατσούφιασε.
«Όχι ακόμα. Προτιμώ να σκεφτώ αυτά που είπες. Αν και δεν μου πολυαρέσουν»
«Σκέψου τα. Και δεν είσαι υποχρεωμένη να τα δεχτείς. Απλά σε βοηθάνε να χαράξεις νέους δρόμους για να επιλέγεις. Όπως και όλα τα πράματα και οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτό το μέρος. Η μόνη διαφορά μας εδώ με τον έξω κόσμο είναι πως εδώ έχουμε καταργήσει τα « οφείλεις» και τα « πρέπει»
και αυτό είναι το πιο δύσκολο που θα’ χεις ν’ αντιμετωπίσεις»

Πέρασε την υπόλοιπη μέρα μέσα στο σπίτι της, την φωλιά της, Κατέβασε από το ράφι αρκετά βιβλία, αλλά δεν διάβασε κανένα ολόκληρο. Δεν υπήρχε τίποτα που να το είχε ξαναδιαβάσει. Ούτε μπόρεσε να καταλάβει από το ύφος μήπως ήταν κάποιος από τους γνωστούς συγγραφείς. Δεν ήταν βαρετές οι ιστορίες. Κάποια στιγμή θα τις διάβαζε ολόκληρες. Ήθελε να περάσει την ώρα της εξερευνώντας. Και άρχισε από την βιβλιοθήκη. Ίσως αύριο να έκανε έναν περίπατο. Τώρα ήθελε να πάει για ύπνο.


Είχε ξαπλώσει με το νυφικό στο κρεβάτι. Δεν υπήρχε πρόβλημα, ήταν ατσαλάκωτο. Σε λίγη ώρα θα ήταν παντρεμένη με τον Μενέλαο. Καμία σχέση με τον Μενέλαο του χωριού. Πριν από ένα χρόνο τον είχε γνωρίσει σε ένα μεγάλο πολύβουο, πολύχρωμο βιντεοκλάμπ, όπου για πρώτη φορά στην ζωή της είχε μπει έχοντας αφήσει πίσω της τις μικροανησυχίες και έτυχε να θέλουν να νοικιάσουν την ίδια ταινία.
Την Αμελί. Η Θάλεια την είχε δει επτά φορές, αυτός πέντε και ήθελαν να την ξαναδούν ως φόρο τιμής στην πρωταγωνίστρια, την Τουτού. Η αγαπημένη ηθοποιός είχε σκοτωθεί σε ποδηλατικό δυστύχημα, προσπαθώντας να καβαλήσει, χωρίς να γνωρίζει, ποδήλατο. Αυτό της συνέβη, μόνο και μόνο επειδή ο αγαπημένος της επέμενε να πηγαίνουν βόλτες μαζί, κάνοντας ποδηλασία, Τέλος πάντων. Έτσι γνωρίστηκαν.
Οι δύο Μενέλαοι, πέρα από το όνομα βέβαια, είχαν και άλλα κοινά. Την ελαφριά φαλάκρα. Την ίδια βαθιά φωνή. Συνειδητοποιούσε στην διάρκεια της γνωριμίας τους ότι του έβρισκε πολλά κοινά σημεία με όλους τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει στο χωριό. Τότε πίστευε πως είχε ερωτευτεί το χωριό και πρόβαλλε τις προσδοκίες της πάνω στον Μενέλαο, που όμως δεν την διέψευδε.
Μετά κατάλαβε ότι απλά, είχε αποκτήσει την ικανότητα να διακρίνει πάνω του τα στοιχεία που την ενδιέφεραν. Μαζί και με αυτά που την ενοχλούσαν
Το χωριό ήταν ένα εκπαιδευτήριο ανθρώπινων χρωμάτων, αποχρώσεων, σκιών, αισθημάτων, χαρακτηριστικών, συμπεριφορών, μειονεκτημάτων και αρετών. Αρκεί να άντεχες όλη αυτήν την ατμόσφαιρα και να ήσουν καλόπιστα δύσπιστη, φιλόστοργα περίεργη, άφοβα ευαίσθητη, ψυχικά κατανοητή και καταδεκτικά απαιτητική στην οποιουδήποτε είδους επικοινωνία.
Δεν έλειπαν οι έριδες, οι τσακωμοί, οι φασαρίες, τα νεύρα και ο θυμός. Αλλά στο τέλος, με ή χωρίς την βοήθεια της υπόλοιπης κοινότητας, επικρατούσε η ψυχραιμία. Και ακολουθούσε η κατανόηση. Πάνω απ’ όλα και μέσα σε όλους ξεχώριζες ότι υπήρχε η διάθεση και η θέληση.
Αυτή ήταν η αρχή των πάντων εκεί.
Τα κίνητρα και οι προθέσεις δεν αποκαλύπτονταν πάντα.
Τα αληθινά αισθήματα και οι φόβοι αρκετές φορές έμεναν κρυμμένα.
Ο καθένας μπορούσε ν’ αποκαλύψει ή να κρατήσει μέσα του ό,τι και όσα ήθελε. Πάντα και μόνο ο ίδιος έκρινε το πόσο ωφελούσε τον εαυτό του ή ωφελούνταν από τους άλλους.
Κάποιοι δεν άντεχαν και έφευγαν, κάποιοι δεν ήθελαν να φύγουν ποτέ.
Δεν ξέρουμε τι απέγιναν. Σίγουρα δεν μπόρεσαν να βρουν ό,τι έψαχναν.
Έψαχναν σε λάθος μέρος, έψαχναν με λάθος τρόπο, έψαχναν χωρίς να έχουν υπομονή, έψαχναν από συνήθεια.

Η Θάλεια είχε μείνει τρεις μήνες. Σε όλο αυτό το διάστημα είχε αναρωτηθεί πώς εμφανίζονταν τρόφιμα στο ψυγείο και διάφορα άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Καθαριστικά, πετσέτες, ρούχα, προφυλακτικά, αλλά επειδή το θεώρησε δευτερεύων ν’ ασχοληθεί με πράγματα υλικά και οργανωτικά, ενώ είχε ακόμα αναπάντητα εσωτερικά ερωτήματα, δεν πολυσκοτίστηκε.
Εμείς, βέβαια, ξέρουμε ότι κάτω από το χωριό υπήρχε ένα άλλο, ολόκληρο χωριό, συνδεμένο με σήραγγες που οδηγούσαν σε κάθε σπίτι ξεχωριστά, όπου κατοικούσαν μάγειροι, συντηρητές, τεχνικοί, κηπουροί, γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων. Αυτοί, λοιπόν, οι οποίοι επέβλεπαν χωρίς να επεμβαίνουν άμεσα στον πάνω κόσμο, συνήθως ανέβαιναν την νύχτα και περιποιούνταν τους κήπους ή τροφοδοτούσαν τα σπίτια.
Όλη την χρηματοδότηση την είχε αναλάβει ο Μάνος. Ο αεροπειρατής.
Αυτό δεν το ήξερε κανένας, ούτε οι υπεύθυνοι διαχείρισης, ούτε οι πιλότοι, ούτε οι απαγωγείς.
Όλοι αυτοί ανέφεραν και λάβαιναν εντολές από έναν άνθρωπο στον δεύτερο όροφο ενός κτιρίου στην Θεσσαλονίκη. Αυτός είχε όλο τον έλεγχο και έπαιρνε χρήματα από έναν λογαριασμό στην Ελβετία, από μια από τις τράπεζες που είναι εξειδικευμένες στο ξέπλυμα βρώμικου αλλά παντοδύναμου χρήματος.
Ο Μάνος είχε αποκτήσει όλα αυτά τα λεφτά από μια θεία του στην Αμερική.
Έτσι έλεγε, τουλάχιστον.
Όλοι τον πίστεψαν, επειδή ο ίδιος ήταν άχρηστος και ανίκανος να κερδίσει και να κρατήσει χρήματα από μόνος του.
Έτσι έδειχνε, τουλάχιστον.

Εκατοντάδες συμφωνίες βιομηχάνων, συνωμοτών και πολιτικών δεν είχαν μέρος πλέον, να στεγαστούν όπου δεν μπορούσε να τους δει και να τους ακούσει κανείς, όπως ήταν τα γήπεδα γκολφ και έτσι μειώθηκαν η μόλυνση του πλανήτη, οι πολεμικές συρράξεις και η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος.
Μετά άρχισαν οι αεροπειρατείες.
Κλάπηκε ένα βομβαρδιστικό από την Λάρισα, το οποίο το βρήκανε παρατημένο στο αεροδρόμιο του Ρίο Ντε Τζανεϊρο. Πάνω του είχε ένα σημείωμα. Ήταν στα Ελληνικά.
Ο Βραζιλιάνος μεταφραστής Sergio Do Menestrados το διάβασε δυνατά:
« Ευτυχώς είχα μαζί μου ένα βιβλίο για κοκτέιλ, όπου διάβασα ότι το Mojito και το Caipirinia δεν είναι φυτά από τα οποία γίνονται τα ποτά και κατάλαβα πως δεν υπάρχουν τέτοιες φυτείες, που είχα σκοπό να τις βομβαρδίσω και να τις κάψω»
Η επόμενη αεροπειρατεία συνέβη σε ένα αεροπλάνο που μετέφερε κοντέηνερ γεμάτα μαύρο χαβιάρι από μπελούνγκες. Αντί για το Παρίσι προσγειώθηκε στην Αιθιοπία. Εκεί, οι άνθρωποι πίστεψαν πως ήταν ανθρωπιστική βοήθεια με τρόφιμα, αλλά απογοητεύτηκαν όταν δοκίμασαν το βρωμερό και αλμυρό έδεσμα.
Ένας μαλλιάς, διοπτροφόρος με αδύνατα πόδια τους εξήγησε ότι μπορούσαν να το πουλήσουν πανάκριβα και με τα λεφτά ν’ αγοράσουν ό,τι ήθελαν.
Το χαβιάρι απέφερε εκατομμύρια, όσα σχεδόν ήταν και τα αυγά που το συνέθεταν. Το αεροπλάνο πουλήθηκε σε μια νέα ανερχόμενη δικτατορία ενός γειτονικού κράτους.
Μετά υπήρξε, παγκοσμίως, ένα κύμα αναταραχής, όπου συνέβησαν καταλήψεις εξτρεμιστών όχι μόνο σε αεροπλάνα, αλλά και σε πλοία, λεωφορεία, τρένα και ταξί, με διάφορα λογικά και ηλίθια αιτήματα.
Αυτό ενόχλησε τον Μάνο. Δεν ήξερε κατά πόσο είχε συμβάλλει ο ίδιος στην διασπορά αυτού του χάους. Δεν ήθελε να δώσει κανένα παράδειγμα και κανένα έναυσμα σε όλους αυτούς, που οι πιο πολλοί έδειχναν να κινούνται από καθαρά προσωπικά και ωφελιμιστικά κίνητρα.
Τότε του ήρθε η ιδέα για το χωριό. Μετά από καιρό, κάποια στιγμή, ένιωσε ότι είχε ανάγκη να το επισκεφθεί.
Διάλεξε το αγαπημένο του μέσο και τρόπο μεταφοράς.


Η Θάλεια ζούσε ήδη μια εβδομάδα στο χωριό. Είχε γνωριστεί με αρκετούς κατοίκους.. Ή, μάλλον, την είχαν πλησιάσει και είχαν γνωριστεί. Περνούσε ωραία. Είχε όση απομόνωση ήθελε και όση συντροφιά επιθυμούσε. Κάθε πρωί γυμναζόταν. Τρέξιμο, λίγες ασκήσεις, σχοινάκι. Είχε κόψει το κάπνισμα. Πάντα σκεφτόταν να το κόψει. Ένιωθε καλά. Αυτήν την ευδαιμονία μπορούσε, πολύ άνετα, να την αποδώσει στο μέρος όπου βρισκόταν, με όσα περιλάμβανε. Δεν μπορούσε, όμως, ακόμα, να το εξηγήσει. Να ξεκαθαρίσει ποια ήταν ακριβώς και πώς εκφραζόταν, πώς την επηρέαζαν αυτά που την έκαναν να είναι καλά.
Είχε αρχίσει ν’ αλλάζει και το λεξιλόγιό της. Τώρα πια, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν έλεγε « δεν ξέρω» και « δεν μπορώ», αλλά « φαντάζομαι πως γι’ αυτό ή γι’ αυτό κλπ» και « δεν θέλω» ή « θα προσπαθήσω».
Ακόμα φοβόταν, βέβαια, ακόμα ανησυχούσε, ακόμα κρυβόταν πολλές φορές, ακόμα ένιωθε άσχημα αρκετά συχνά και δεν ήταν σίγουρη για πολλά που θα ήθελε να είναι.
Το μέρος όμως, εδώ, όπως το έβλεπε, της υποσχόταν πολλά για τον εαυτό της.
Ποτέ κάτι συγκεκριμένο. Αλλά υπήρχαν, παντού, κρυμμένα, γύρω της, τα οποία αν τα κοίταζες κατ’ ευθείαν έδειχναν να εξαφανίζονται. Σαν να της ζητούσαν έναν άλλο τρόπο προσέγγισης, μια αλλαγή. Και αυτό ήταν που επιθυμούσε και η ίδια.
Την αλλαγή. Και αν, αυτή η αλλαγή, γινόταν υπερβολικά οδυνηρή, αβάσταχτη, ή κουβαλούσε και απογοητεύσεις μαζί;
Αυτό δεν θα το άντεχε. Χρειαζόταν και ασφάλεια. Εξασφάλιση. Από κάπου. Κάπως. Από κάποιον.

Το απόγευμα βγήκε έξω. Κατευθύνθηκε προς ένα συγκεντρωμένο, καθισμένο στο έδαφος, πλήθος. Γνώριζε ήδη κάποιους, με τους οποίους είχε, με σχετική άνεση, κάνει πολύ ενδιαφέρουσες και ζωογόνες συζητήσεις. Τους χαιρέτησε και κάθισε κοντά τους. Πιο πέρα διέκρινε τον Μάνο. Είχε δύο μέρες να τον δει. Ήταν προσηλωμένος στην ιστορία που αφηγούταν ο Λέανδρος.
Όλοι ήταν αμίλητοι και τον άκουγαν.
«…τότε άρχισα να πιστεύω πως εγώ τους έδιωχνα όλους από κοντά μου. Η σύζυγός μου με είχε ήδη παρατήσει.
«Δεν ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να μείνω» έτσι ακριβώς το είχε πει.
Τα ίδια λόγια, τα έχω ακούσει και από εσάς, πολλές φορές, ειπωμένα από δικά σας πρόσωπα, μέσα στις ιστορίες σας»
Έκανε μια παύση με το βλέμμα κατεβασμένο. Έδειχνε να συντρίβεται από το βάρος αυτών που περιέγραφε, αλλά η ίδια η αφήγηση να του έδινε το κουράγιο που έψαχνε.
Μετά, τους ξανακοίταξε όλους. Είδε ότι όλοι ήθελαν να συνεχίσει την ιστορία του. Αυτό του έδωσε θάρρος.
«Κλεινόμουν συνέχεια στον εαυτό μου. Απέφευγα, όσο μπορούσα, να βγω από το σπίτι μου. Από την άλλη, ένιωθα το σπίτι πνιγηρό. Αβάσταχτο. Ήθελα να μιλήσω σε φίλους, έστω σε αυτούς τους λίγους που τους θεωρούσα φίλους. Αλλά και αυτούς τους είχα διώξει. Με τον τρόπο μου. Ήθελα να με πάρουν, έστω, ένα τηλέφωνο. Αλλά όταν χτυπούσε το σταθερό ή το κινητό μου, είτε δεν απαντούσα καθόλου, αν και έβλεπα ότι καλούσε κάποιος απ΄ αυτούς που ήταν φίλος, ή μιλούσα λέγοντας τα τυπικά, ή έλεγα ψέματα και προσποιούμουν πως ήμουν μια χαρά. Προσπαθούσα να είμαι κεφάτος, ότι όλα ήταν καλά. Και μετά αποχαιρετιζόμασταν. Και μετά ένιωθα χειρότερα από πριν! Τους μισούσα που δεν μου τηλεφωνούσαν και τους απέφευγα όσο μιλούσαμε.
Στο τέλος λάβαινα τηλεφωνήματα ή προσκλήσεις μόνο από ανθρώπους που ποτέ μου δεν ήθελα να κάνω παρέα και που καταλάβαινα ότι και εγώ γι’ αυτούς ήμουν τρίτη, τέταρτη ή και ύστατη επιλογή.
Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι είχαν απομακρυνθεί από μόνοι τους. Γνωρίζω ότι , σιγά σιγά, οι άνθρωποι, λόγω υποχρεώσεων, μειώνουν τον χρόνο που αφιέρωναν ο ένας για τον άλλο, αλλά δεν συνέβη αυτό στην δική μου περίπτωση.
Ένιωθα πως τους είχα διώξει εγώ. Και έτσι, κατηγορώντας τον εαυτό μου, με μίσησα γι’ αυτό και αυτό με οδήγησε σε ακόμα πιο μεγάλη απομόνωση. Στο τέλος το πίστεψα.
Όσους ανθρώπους, φίλους, γυναίκες που έδειχναν ενδιαφέρον για εμένα, που ήθελαν να με γνωρίσουν καλύτερα, που φαίνονταν και σε εμένα το ίδιο αρεστοί, πάντα, με τα λόγια και τις πράξεις μου τους σταματούσα, τους έδιωχνα και τους κρατούσα μακριά μου.
Είχα πειστεί ότι κανένας δεν με αντέχει, πως τους διώχνω όλους και έτσι θα συνέχιζε να είναι, για πάντα.
Μ’ ενοχλούσαν όλοι. Και όταν ακόμα δε μ΄ ενοχλούσε κανείς, ενοχλιόμουν γιατί κανείς δεν μ’ ενοχλούσε. Στο τέλος, επειδή δεν είχα κανέναν να μ’ ενοχλεί, όπως ένιωθα εγώ ότι έκαναν, μ’ ενοχλούσε ο εαυτός μου.
Τότε με απήγαγαν και βρέθηκα εδώ. Είμαι δεκαπέντε μέρες εδώ και νιώθω πολύ καλύτερα. Δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω ποτέ πίσω, αλλά εδώ δεν μου φαίνεται για μέρος όπου μπορούμε να μείνουμε μέχρι να πεθάνουμε» έκλεισε την αφήγησή του ο Λέανδρος.

Όλοι άρχισαν να συζητάνε χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
Ο Μάνος είδε την Θάλεια και έκατσε δίπλα της.
«Πώς σου φάνηκε η ιστορία του;» την ρώτησε.
«Συνηθισμένη. Πολύς κόσμος το’ χει πάθει αυτό» του απάντησε.
«Δεν την υποτιμάς όμως»
«Όχι, βέβαια. Αυτό που την κάνει μοναδική, είναι, ότι είναι η δικιά του ιστορία. Η ιστορία περιγράφει κάτι, το οποίο, με κάποιες παραλλαγές, το έχουμε ζήσει, σχεδόν, όλοι. Είναι πολύ σημαντική όμως, γι’ αυτόν που την έχει ζήσει. Και ο Λέανδρος έχει το θάρρος να την περιγράψει. Τώρα, το πώς θα την ερμηνεύσει και πώς θα καταφέρει ν’ απαλλαγεί από το κακό που έκανε στον εαυτό του, αυτό είναι που έχει αξία γι’ αυτόν. Και περιμένει από όλους εμάς να τον βοηθήσουμε.
Να βοηθήσουμε να βοηθήσει τον εαυτό του. Και αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω σε αυτό το μέρος. Μας κουβάλησαν εδώ και περιμένουν από εμένα, από εσένα, από τον άλλον, να βοηθήσουμε τον διπλανό μας.
Πώς θα βοηθήσω, εγώ, τον Λέανδρο, όταν δεν μπορώ να βοηθήσω τον εαυτό μου;»
Ήταν ένα μικρό ξέσπασμα της Θάλειας, αγανακτισμένη από την σύγκρουση της αίσθησης της αδυναμίας της κόντρα στην επιθυμία της να προσφέρει. Συνέχισε:
«Και αν θελήσω εγώ, με όλη μου την καλή πρόθεση, να βοηθήσω τον Λέανδρο και τον κάθε Λέανδρο, αλλά μέσα στην άγνοιά μου του προξενήσω μεγαλύτερο κακό; Πώς και πότε και τι, όσο και αν θέλω, μπορώ να προσφέρω στον άλλο; Όλοι νιώθουμε αυτήν την ανάγκη και όλοι φοβόμαστε το αποτέλεσμα.
Και τι από αυτά που ακούω είναι αυτό που χρειάζομαι;
Πολλές φορές πιστεύω, πως είναι πιο εύκολο ν’ αναζητήσω κάποιον που θα μου βρει αυτά που έχω ανάγκη, προσφέροντάς του τον εαυτό μου, παρά να συνεχίσω μόνη, ανυπόφορα ανεξάρτητη»
Ο Μάνος την άκουγε προσεκτικά και την προέτρεψε να συνεχίσει, λέγοντας:
«Πιστεύεις πως λείπει ένας καθοδηγητής, κάτι σαν σύμβουλος;»
«Η λέξη ίδρυμα έχει παρεξηγημένη έννοια» συνέχισε η Θάλεια.
« Αυτό εδώ το μέρος μου φαίνεται σαν ίδρυμα, ή μάλλον σαν ένας σύλλογος, που , όμως, έχεις δικαίωμα μίας και μοναδικής επίσκεψης. Και ενώ είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε και να μείνουμε όσο θέλουμε, αυτός ο μοναδικός όρος είναι ο μόνος καταπιεστικός. Μας επιβάλλει να εξαντλήσουμε αυτό που μας προσφέρεται. Αυτός ο καταναγκασμός δείχνει να λειτουργεί θετικά. Αλλά μόνο αυτό υπάρχει. Θέλω να πω, αν υπήρχαν και άλλοι κανόνες ή οδηγίες, μήπως θα ήταν ακόμα πιο καλά για όλους μας;»
«Θέλεις εξωτερικούς κανονισμούς για να αισθανθείς μεγαλύτερη ασφάλεια. Αυτοί εδώ, πιστεύουν ότι είναι πιο σημαντικό ο καθένας να θεσπίσει από μόνος του και να εφαρμόσει, τις δικές του οδηγίες. Αν ζητάς αρχηγούς ή ομαδάρχες ή όπως αλλιώς θέλεις πες τους , που να μας λένε τι να κάνουμε, δεν ξέρω αν θα έχουμε πιο στέρεα αποτελέσματα.
Μην ξεχνάς ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν κάνει αυτό που του λένε αλλά αυτό που πιστεύει ο ίδιος ωφέλιμο για τον ίδιο, δίχως να είναι πάντα τέτοιο.. Και εμείς, όλοι, είμαστε εδώ επειδή ακριβώς έχουμε, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κουραστεί να κάνουμε όσα μας λένε οι άλλοι»
«Όπως και να έχει» πρόσθεσε η Θάλεια, «νομίζω πως όλοι μας έχουμε ανάγκη κάποιον να μας μάθει να κάνουμε ποδήλατο, παρά να προσπαθούμε, πέφτοντας, από μόνοι μας»
«Συμφωνώ. Και μετά θα θέλουμε έναν να μας μάθει να κάνουμε σούζες. Και μετά να στρίβουμε χωρίς χέρια. Και μετά ποδήλατο πάνω σε σχοινί, όπως στο τσίρκο!»
«Ναι, αν επιθυμείς να γίνεις τόσο καλός» του είπε.
«Σε όλη αυτήν την πορεία, όμως, το ποδήλατό σου θα θέλει συντήρηση, βάψιμο, επιδιόρθωση»
«Ναι, έτσι είναι»
«Και θα πρέπει πάντα να το πηγαίνεις αλλού να στο φροντίζουν, ή θα μάθεις να το επιδιορθώνεις μόνη σου;»
Η Θάλεια κατάλαβε ότι προσπαθούσε να οδηγήσει την κουβέντα.
«Ωραία, που θέλεις να καταλήξεις;» τον ρώτησε.
«Αυτό που νομίζω εγώ είναι, ότι δεν προσπαθούν τόσο να μας μάθουν να ποδηλατούμε, αλλά να μάθουμε να επισκευάζουμε το ποδήλατο που ανέφερες ως παράδειγμα. Το πού θα πάμε με αυτό το ποδήλατο και πόσο καλοί θα γίνουμε, έπεται. Το ποδήλατο, εμείς δηλαδή, είναι σημαντικό να είναι σε καλή κατάσταση.»
«Αν και παραποιημένο το παράδειγμά μου, το ποδήλατο ζητάει έναν μάστορα, τουλάχιστον στην αρχή, που θα μας δείξει τεχνικές επιδιόρθωσης. Αυτός θα έχει το έμπειρο μάτι να εντοπίζει γρήγορα και σωστά τις βλάβες»
«Έτσι είναι. Και πόσους τέτοιους, μάστορες, πιστεύεις χρειάζονται οι άνθρωποι;»
«Πολλούς. Απ’ όσα βλέπω, πάρα πολλούς. Και καλούς»
«Ωραία» είπε ο Μάνος και σηκώθηκε. «Οπότε, μέχρι να τους βρούμε, προκειμένου το ποδήλατο να μην σκουριάζει και να μπορούμε να πηγαίνουμε βόλτες, ας ρίξει ο καθένας μας πρώτα μια ματιά και ας το φτιάξει όπως μπορεί.
Αυτό, μου φαίνεται, συμβαίνει εδώ.
Ερασιτεχνική μεν, μαζική όμως επιδιόρθωση. Ουσιαστική όμως και αποτελεσματική.
Αυτά που μου είπες πάντως, είναι καλό να τα μεταφέρεις και στην Μελίνα»
«Στην Μελίνα; Γιατί ειδικά στην Μελίνα;»
«Επειδή, αυτή είναι μια από τις υπεύθυνες, όπως εσύ τις εννοείς, για αυτόν εδώ τον χώρο» της είπε ο Μάνος.
«Η Μελίνα δεν είναι απλή επισκέπτρια όπως εμείς; Και ποιοι άλλοι είναι σαν την Μελίνα;»
« Δεν το ξέρω. Αλλά υπάρχουν και άλλοι που τράβηξαν την προσοχή μου. Συμπεριφέρονται διαφορετικά, ξέρεις. Τριγυρίζουν παντού, ακούνε προσεκτικά και μιλάνε ελάχιστα. Εμείς, οι επισκέπτες είμαστε που ακόμα μιλάμε πολύ χωρίς να ακούμε πολύ.
Άσε που τις πιο πολλές φορές δεν ακούμε ούτε αυτά που λέμε εμείς οι ίδιοι»

Η Θάλεια μετά από λίγη ώρα βρήκε την Μελίνα. Της μίλησε σχετικά με την γνώμη της για την λειτουργία του χωριού. Η Μελίνα, αφού την άκουσε, έκατσε μαζί της στο πράσινο, κάτω και τις μίλησε:
«Θάλεια, αν ήξερες ότι εγώ και κάποιοι άλλοι, έχουμε, ας πούμε, κάποια εξειδίκευση, κάποια πράγματα που σας βοηθάνε, θα ήταν πιο σημαντικά αυτά που ακούς από εμάς;»
«Ναι», απάντησε.
«Ακόμα και αν λέγαμε κάτι που δεν θα ήταν σωστό;»
«Εεε, δεν ξέρω»
«Σημαντικό είναι, αυτό που ακούς να ανταποκρίνεται σε κάτι που αντιστοιχεί μέσα σου. Όχι αυτός που το λέει. Και η κρίση σου , καλό θα είναι, να μένει όσο το δυνατόν πιο ανεπηρέαστη. Αν ήξερες ποια είμαι τότε, ίσως, με υπερτιμούσες και εμένα και τα λεγόμενά μου. Και θα αποσπούσε την προσοχή σου απ’ ό,τι άκουγες, επειδή θα το δεχόσουν ως απαραίτητα χρήσιμο και σωστό. Μη σε νοιάζει ποιος σου μιλάει. Πρόσεχε μόνο αυτά που σου λέει.
Πρόσεχε αυτά που σε κάνει να αισθάνεσαι, διότι δεν σου μιλάει μόνο με το στόμα, όπως και εσύ δεν ακούς μόνο με τα αυτιά σου.
Όταν κάνεις έρωτα δεν χρησιμοποιείς μόνο τον κόλπο σου, αλλά όλο σου το κορμί. Και μαζί με το κορμί σου, θέλεις να συμμετέχει και το «είναι» σου. Όλη σου η ύπαρξη, μόνο αυτή μπορεί να δεχτεί και να προσφέρει όλη την απόλαυση, σε ό,τι και αν κάνεις.
Μίλα και άκουγε όπως θα’ θελες να κάνεις έρωτα, με ό,τι έχεις μέσα σου.
Εκεί να επικεντρώνεσαι, για να μπορείς να τα κρίνεις ορθά για τον εαυτό σου. Και εμείς πράττουμε και μιλάμε άστοχα πολλές φορές, οπότε μην αφήνεις την επιθυμία σου για την υποτιθέμενη αυθεντία μας να σε παρασύρει.
Εγώ φεύγω άυριο, για αυτό σου το ομολόγησε ο Μάνος»
Την έσφιξε στην αγκαλιά της. Το ίδιο έκανε και η Θάλεια


Έκλεινε τρεις εβδομάδες εδώ. Είχε περάσει ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές. Και αρκετές βαρεμάρες. Γενικά, ήταν ευχαριστημένη όμως.
Στην καθημερινή ζωή, Σέρρες, Θες/νίκη, Σαλαμάνκα, Αθήνα, δεν της είχαν λείψει ποτέ οι αντρικές προτάσεις, ούτε οι ερωτικοί σύντροφοι. Φυσικά, δεν ήταν πάντα όπως τα περίμενε. Είχε κάνει λάθη, όπως και είχε ανεχτεί λάθη άλλων.
Εδώ, στο χωριό, συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο γι’ αυτήν. Ενώ μιλούσε με πολλούς και πολλοί της μιλούσαν, ούτε είχε νιώσει ερωτική έλξη για κάποιον, αν και υπήρχαν αρκετοί ωραίοι, ούτε την είχαν πλησιάσει ερωτικά ή φλερτάρει .
Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Και όμως, έβλεπε κάποιους που έδειχναν ολοφάνερα ότι ήταν ζευγάρια.
Πήγε βρήκε τον Μάνο.
«Εσύ που με έχεις δει από την πρώτη μέρα, πες μου, έχω αλλάξει; Εξωτερικά, εμφανισιακά» τον ρώτησε.
«Όχι, δεν νομίζω, το ίδιο ωραία μου φαίνεσαι. Ίσως και καλύτερη, μια που βάζεις ελάχιστο ως καθόλου μακιγιάζ»
«Με βρίσκεις όμορφη , δηλαδή;»
« Ναι, πολύ όμορφη μάλιστα. Γιατί, τι συμβαίνει;»
Η Θάλεια κοίταξε δεξιά και αριστερά μην τυχόν τους άκουγε κάποιος.
«Επειδή, εδώ που είμαι, τρεις εβδομάδες, δεν μου την έχει πέσει κανένας» του είπε ψιθυριστά.
«Ώπα, σαν εξομολόγηση μου ακούγεται. Θέλεις να σου την πέσει κάποιος συγκεκριμένος;»
«Όχι, όχι, απλά, είχα συνηθίσει και μου άρεσε, τ’ ομολογώ, να τραβάω τους άντρες»
« Σε αυτό δεν έχω να πω τίποτα. Εμένα σπάνιες φορές μου την έχουν πέσει γυναίκες. Σε κάτι τέτοια θέματα κοιμάμαι όρθιος. Πάντως, αφού το λες, πρέπει να είναι όντως παράξενο. Κάτι συμβαίνει. Εσύ, θέλησες να την πέσεις, εδώ, σε κάποιον; Το συνήθιζες πριν;»
«Άμεσα ή έμμεσα ναι. Αν μου άρεσε κάποιος. Αλλά εδώ, ούτε αυτό μου βγαίνει!»
«Ναι, ούτε εγώ έχω νιώσει τίποτα για καμία εδώ. Τώρα που το ανέφερες το συνειδητοποιώ. Και φαίνεται να ισχύει το ίδιο για όλο τον κόσμο. Ακόμα και αυτοί που είναι ζευγάρια, δεν γνωρίστηκαν εδώ. Ήδη ήταν όταν τους κουβάλησαν μαζί, εδώ. Αυνανίζεσαι;»
«Τι;;;!!! απάντησε σοκαρισμένη η Θάλεια.
«Σε ρώτησα αν αυνανίζεσαι. Ξέρεις, χάδεμα, δάχτυλα κλπ»
« Δεν πρόκειται να σου πω»
«Μμμ, ναι, δεν έπρεπε να ρωτήσω. Οπότε έχουμε ακόμα ένα στοιχείο. Όλοι αυνανίζονται. Όλοι μας έχουμε φυσιολογικές ορμές, αλλά δεν μας έλκει ερωτικά κανείς, ακόμα και αν είναι όμορφος στα μάτια μας»
Η Θάλεια ήταν λίγο τσατισμένη.
«Και ποιος σου είπε πως επειδή εσύ τον παίζεις κάθε μέρα, κάνουν όλοι το ίδιο;»
«Καλά, εντάξει. Όλοι, εκτός από εσένα. Και όχι κάθε μέρα. Δύο και τρεις φορές κάθε νύχτα» απάντησε ήρεμα ο Μάνος
Η Θάλεια δεν άντεχε να μην τον ειρωνευτεί. «Έτσι εξηγούνται πολλά»
Ο Μάνος δεν κατάλαβε αν αυτό απευθυνόταν προς την κοινότητα ή προς τον ίδιο, αλλά όπως και να είχε, όντως, έτσι εξηγούνται πολλά. Δεν είχε άδικο η Θάλεια.
Γύρισε και της είπε:
«Θα διοργανώσουμε ένα όργιο, μια τεράστια παρτούζα»
Η Θάλεια δεν πίστευε αυτό που άκουσε.
«Έχεις χαζέψει. Τρελάθηκες; Παρτούζα και όργιο ρε πούστη μου; Είναι ηλίθια ιδέα! Σε ένα μέρος όπως εδώ; Και ποιοι θα συμμετέχουν;»
«Θα δεις. Θέλεις να με βοηθήσεις;»
« Με τίποτα. Αν θέλεις κάνε το μόνος σου»
«Φεύγω. Τα λέμε αύριο» της είπε και απομακρύνθηκε.

Την άλλη μέρα, όσοι είχαν ξυπνήσει και έβγαιναν από τα σπίτια τους και όσοι πλησίαζαν στα παράθυρα, έβλεπαν ένα τεράστιο πανό φτιαγμένο από χαρτάκια που έβρισκες όποτε ήθελες, στην πόρτα του ψυγείου σου.
Το πανό έγραφε:
«ΑΥΡΙΟ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΤΟΥΖΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ. ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΜΗΝ ΛΕΙΨΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ»
και από κάτω ένα μικρότερο πανό:
«ΜΗΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΕΊΤΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΘΑ ΒΟΗΘΟΥΣΕ»
«Δεν γίνονται αυτά τα πράματα» μονολογούσε η Θάλεια. Κανείς δεν ήξερε ποιος τα είχε κρεμάσει, εκτός από την ίδια.
Ο Μάνος τριγυρνούσε ανάμεσα σε γνωστούς και αγνώστους, προσέχοντας τι έλεγαν, τις γνώμες τους. Απ’ όσα έδειχναν όσα άκουσε, όλοι θα έδιναν το παρών αύριο. Άλλοι από περιέργεια, άλλοι από υποχρέωση προς το χωριό που τους φιλοξενούσε, αφού θεωρούσαν και τα πανό τμήμα του χωριού και άλλοι επειδή ήθελαν να συμμετάσχουν.
Το μεγάλο πανό είχε προκαλέσει αίσθηση και τους ενδιέφερε όλους.
Το μικρό πανό δεν ξέρουμε κατά πόσο τηρήθηκε.

Όλη την ημέρα υπήρξε το βασικό θέμα συζήτησης μεταξύ των κατοίκων. Κάποιοι, που είχαν στο παρελθόν λάβει μέρος σε παρτούζα, μιλούσαν πιο ψύχραιμα δίνοντας συμβουλές στους υπόλοιπους, αλλά όχι με λιγότερο ενδιαφέρον από άλλους που τους είχε περάσει, κάποτε, από την σκέψη αλλά δεν είχαν βρει την ευκαιρία.
Κάποιοι άλλοι το αντιμετώπιζαν αμήχανα, κάποιοι το απέρριπταν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση.
Η Θάλεια, από την βεράντα της, έκανε νόημα στον Μάνο να έρθει.
Πήγε και έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα της. Δεν μίλησε.
«Για πες;» τον παρότρυνε η Θάλεια. Ήξερε ότι ήθελε να μιλήσει. Θα έσκαγε ο Μάνος αν δεν μιλούσε.
«Για τα πανό;» την ρώτησε, δήθεν αδιάφορα.
«Για τα πανό»
« Πήρα κόλλα και τα ένωσα, ένα ένα. Ύστερα πήρα πολλά στυλό..»
«Δεν θέλω να μάθω πώς το έφτιαξες αλλά γιατί» τον διέκοψε
«Για να μας λύσω την απορία. Για αυτό που με ρώτησες εχθές. Αφού ξέρεις το γιατί»
«Και τι θα καταλάβουμε όταν όλοι αρχίσουν να πηδιούνται;»
«Δεν νομίζω πως θα συμβεί αυτό»
«Ωραία, τι περιμένεις να συμβεί;»
«Γιατί βιάζεσαι να μάθεις; Δεν ξέρω τι θα συμβεί. Θα δούμε. Είμαι σίγουρος όμως, πως κάτι καλό θα προκύψει.»
«Γιατί το έκανες αυτό; Τι λόγους είχες εσύ; Και μην χρησιμοποιήσεις πάλι εμένα ως δικαιολογία.»
Ο Μάνος την κοίταξε.
«Μου συμβαίνει κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. Και θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο, επηρεάζοντας και τους συμπάσχοντες συγκατοίκους μας, να μπορέσω να βγάλω, να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα. Και αυτή η μέθοδος, για αρχή, θα είναι πιο αποτελεσματική. Θα ήταν πολύ δύσκολο σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μεταξύ αγνώστων, να παραδεχτούμε τέτοια θέματα που θεωρούνται ταμπού για συζήτηση. Η διοργάνωση μιας παρτούζας θα προβάλλει το πρόβλημα του καθενός έξω από τον εαυτό του, κάτι που θα το κάνει πιο εύκολα παρατηρήσιμο, θα το ξεφλουδίσει πιο εύκολα από τις ενοχές και την ντροπή που το περιβάλλει.
Σε μια μαζική συγκέντρωση, πιστεύω, ότι ακόμα και ένας να θίξει, να εξωτερικεύσει ένα τέτοιο θέμα, που συγχρόνως απασχολεί όλους, θα δώσει ώθηση και θα παρασύρει και άλλους. Κίνητρο, τόλμη, αποφασιστικότητα , διάθεση. Αυτά πάντα πρέπει να έχουν ως προϋπόθεση, ως κύριο συστατικό και ως αποτέλεσμα την ώθηση. Έτυχε να πάρω εγώ την πρωτοβουλία μιας κίνησης, αυτής. Έχω εμπιστοσύνη στον κάθε άνθρωπο, ότι θα προσθέσει , όποιος θελήσει, ένα λιθαράκι, ένα στοιχείο.
Φυσικά και υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Η δική μου όμως ατομική ευθύνη δεν θα είναι τότε, μεγαλύτερη από του καθενός που θα συγκροτεί αυτήν την συγκέντρωση. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Είμαστε το ίδιο υπεύθυνοι, είτε είμαστε μόνοι μας είτε συμμετέχουμε σε μια ομάδα. Και να είσαι σίγουρη, ότι όποιοι και να είναι οι προσωπικοί μου λόγοι, ανεξιχνίαστοι ακόμα και από εμένα τον ίδιο, γι’ αυτό και βρίσκομαι εδώ, κάποιους προσωπικούς λόγους έχει και ο κάθε ένας που θα παρευρεθεί.
Κανένας δεν παρασύρεται παρά με την πραγματική θέλησή του»
«Μην περιμένεις ότι θα μιλήσουν όλοι για ό,τι τους αφορά» είπε η Θάλεια
«Τουλάχιστον θα ακούσουν , όμως κάτι που τους αφορά. Έτσι δεν μας λένε εδώ; Το να ακούμε πρώτα, είναι σημαντικό.»
«Είναι λίγο απάνθρωπος ο τρόπος σου» παρατήρησε η Θάλεια.
«Προλαβαίνω ακόμα να ετοιμάσω άλλο πανό που να ακυρώνει την συγκέντρωση. Πόσο σίγουροι όμως, είμαστε ότι δεν θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη απογοήτευση, από το να γίνει και να πάει στραβά;»
«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις» του είπε, κλείνοντας την συζήτηση.
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους που όταν λένε « κάνε ό,τι καταλαβαίνεις» εννοούνε «κάνε αυτό που θέλεις, αλλά αν οτιδήποτε πάει στραβά ετοιμάσου να σε τσακίσω επειδή δεν έκανες αυτό που ήθελα εγώ», η Θάλεια όταν λέει « κάνε ό,τι καταλαβαίνεις», εννοεί «κάνε αυτό που θέλεις, αλλά φρόντισε και εγώ να περάσω όσο πιο όμορφα γίνεται».

Η νύχτα ήρθε και πέρασε. Η αυγή έκανε νέα εμφάνιση και το πρωινό έφυγε, αφήνοντας χώρο στο μεσημέρι.
Το γεγονός της ημέρας δεν είχε καθορισμένη ώρα. Οι κάτοικοι ένας ένας ή σε παρέες διέσχιζαν διάφορα σημεία του κήπου, αλλά κανείς δεν ήξερε πού να σταθεί, πού θα ήταν το επίκεντρο. Είχαν σχηματιστεί μερικοί πυρήνες με ατομική πρωτοβουλία, όμως δεν είχαν καταφέρει να συσπειρώσουν αρκετούς για να τραβήξουν, σαν μαγνήτες, τους υπόλοιπους.
Ο Μάνος παρατηρούσε πως υπήρχε θετική διάθεση και νευρικότητα. Όλοι περίμεναν ένα σημάδι. Από πού θα ερχόταν, δεν τους ενδιέφερε.
Ήταν και ο ίδιος μέλος της κοινότητας. Αν έπαιρνε ακόμα μια πρωτοβουλία, μήπως αυτό θα φούσκωνε, κι άλλο, τον εγωισμό του, που τον θεωρούσε το βασικό του πρόβλημα; Ήξερε ότι ήταν ξεχωριστός. Αυτό δεν ήταν κακό. Όλοι θα έπρεπε να νιώθουν τον εαυτό τους ξεχωριστό. Αυτό που τον ενοχλούσε, ήταν η τάση που είχε να προβάλλει το ότι ήταν ξεχωριστός. Πολλές, ευτυχώς όχι όλες, από τις πράξεις του ήταν για να τονίσουν την ανωτερότητά του σε σύγκριση με κάποιους άλλους και όχι ως πράξεις αυτοβελτίωσης.
Τελικά αποφάσισε να κινηθεί.
Πήγε στον κήπο, βρήκε τρεις γνώριμούς του, που συχνά είχαν αντίθετες απόψεις, αλλά με διασκεδαστικό και δημιουργικό διάλογο, κατέληγαν σχεδόν πάντα με πονοκέφαλο και σκεπτοτροφή.
«Παίδες, αν πάμε να φέρουμε τραπέζια για να στήσουμε ένα είδος εξέδρας, βήματος για ομιλία, λέτε να βοηθούσε;»
Αυτό επίσης τον ενοχλούσε. Έντυνε ως ερωτήσεις τις προσταγές του. Χρησιμοποιούσε πλάγιους τρόπους προσέγγισης και αυτό δεν περνούσε απαρατήρητο και ενοχλούσε τον περίγυρό του.
Αλλά, όσο προσταγές και να ακούγονταν οι «προσταγές» του, ο ίδιος δεν θα είχε πρόβλημα αν δεν τον υπάκουαν οι άλλοι. Ουσιαστικά, οι άλλοι ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν. Αυτός έκανε μια πρόταση. Προφανώς, ο τρόπος του δεν ήταν και πολύ αγαπητός. Το είχε στα υπ’ όψιν του, αλλά δεν είχε μπορέσει, ούτε για αυτό, να βρει άλλο τρόπο. Ακόμα.
Όπως και ο τρόπος του να συνδιαλέγεται, που τον έκανε να ακούγεται σαν να αποφαινόταν .
Χρειαζόταν μαθήματα ορθοφωνίας. Και ανθρωπιάς.

Κουβάλησαν έξι τετράγωνα τραπέζια από έξι σπίτια και τα ένωσαν.
Λειτούργησε.
Όλοι συγκεντρώθηκαν εκεί.
Ήρθε και η Θάλεια.
Ψίθυροι ακούγονταν και όλοι περίμεναν κάτι ν’ αρχίσει, να συμβεί.
Η ώρα περνούσε.
Ο Μάνος περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος και ρωτούσε όποιον γνώριζε, έστω και ελάχιστα:
«Αυνανίζεσαι τις νύχτες;». Έλαβε ελάχιστες θετικές απαντήσεις από άντρες και γυναίκες, αμήχανα χαμόγελα, περιφρονητικές ματιές, αλλά καμία άρνηση.
Κάποιοι τον ρώτησαν γιατί τους ρωτούσε. Τους απάντησε:
«Επειδή την ημέρα έχω σταματήσει να έχω «επιθυμία». Χρησιμοποίησε κόσμιο τρόπο. Κατόρθωμα, μικρό, αλλά σημαντικό για τον ίδιο.
Μερικοί συμφώνησαν ότι συνέβαινε και σε αυτούς.
«Ποιος θέλει να μιλήσει γι’ αυτό;» τους ρώτησε.
Τελικά, ένας βρήκε το θάρρος να ανέβει στην εξέδρα, υπό τον όρο να ερχόταν και ο Μάνος. Ήταν βέβαιος ότι μέσα στο πλήθος θα έβρισκε και άλλους που θα ήθελαν να μιλήσουν, αρκεί να ήξεραν για ποιο σκοπό έγινε αυτή η συγκέντρωση, αλλά δεν είχε χρόνο να τους ρωτήσει όλους και να τους εξηγήσει. Βρέθηκε ένας, θα εμφανιστούν και οι άλλοι.
Ο Μάνος και ο Μηνάς ανέβηκαν στα τραπέζια. Όλοι περίμεναν τι θα πούνε.
«Λέγε» είπε σκουντώντας τον Μηνά ο Μάνος
«Ε, καλησπέρα σε όλους. Θέλω να πω κάτι που δεν είναι και πολύ σχετικό με την συγκέντρωση»
«Καλά τα πας» τον ενθάρρυνε ο Μάνος.
«Μου συμβαίνει κάτι και στον Μάνο δηλαδή, αλλά και στην παρέα μου. Ίσως και σε άλλους, μπορεί σε όλους. Είναι κάπως προσωπικό. Θέλετε να ακούσετε;»
«ΝΑΙ» φώναξαν όλοι.
«Εεε, λοιπόν. Πριν έρθω εδώ, ήμουν φυσιολογικός, δηλαδή, εννοώ σαν άνθρωπος, είχα ερωτικές ορέξεις. Προτιμώ τις γυναίκες, επειδή είναι απαλές και μυρίζουν ωραία. Τέλος πάντων. Από τότε που βρέθηκα εδώ, έχω πάψει να βρίσκω τις γυναίκες ελκυστικές. Από σεξουαλικής πλευράς εννοώ. Σωματική επαφή. Επίσης, να εκμυστηρευτώ κάτι.» είχε πάρει πιο πολύ θάρρος τώρα.
«Δεν έχω καθόλου ορμές την ημέρα. Αντίθετα, την νύχτα ξυπνάει μέσα μου το ζώο, καταλαβαίνετε. Και ξεχαρμανιάζω μόνος μου. Αλλά μόνο την νύχτα συμβαίνει αυτό. Κάποιος άλλος να μιλήσει τώρα;»
Όλοι είχαν παγώσει, όχι για πολύ όμως. Κοιταζόντουσαν μεταξύ τους, σιγοψιθύριζαν, κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ακούγονταν γέλια, επιφωνήματα, απορίες, ομολογίες, συμφωνίες και αρνήσεις.
Κάποιοι άρχισαν να ανεβαίνουν με την σειρά στην εξέδρα και αποκάλυπταν τις απορίες που είχαν και τους φόβους που είχαν δημιουργήσει.
Άλλοι το είχαν συνειδητοποιήσει μόλις εκείνη την ώρα, κάποιοι εδώ και καιρό, άλλοι δεν δέχονταν πως ίσχυε γι’ αυτούς, επειδή θεωρούσαν μη φυσιολογικό το να αυνανίζονται.
Όπως και να είχε, ο Μάνος είδε ότι οι γνωστοί του εκεί αλλά και πολλοί άλλοι είχαν καταφέρει να βγουν από ένα κουκούλι.
Ένα πρόβλημα, προσωπικό ή όχι, τους απασχολούσε όλους. «Από εδώ και πέρα, τι κάνουμε τώρα;» σκέφτηκε. Δεν του έφτανε ότι συζητιόταν ένα πρόβλημα. Το επόμενο βήμα ήταν να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό. Να ανακαλυφτούν νέα πράματα, ή τουλάχιστον να βρεθούν νέοι δρόμοι. Ειδάλλως η συζήτηση γίνεται φλυαρία.
Είδε την Θάλεια να μιλάει με δύο κοπέλες και έναν άντρα. Είχε κοκκινίσει λίγο, όπως και πολλοί άλλοι, εξαιτίας αυτών που έλεγαν. Αυτό ήταν καλό. Δύναμη είναι και όταν ή ντροπή βρίσκει θάρρος.
Η συγκέντρωση κράτησε μέχρι αργά. Τα πιο ενδιαφέροντα που ακούστηκαν και τα δέχτηκαν στο τέλος ως συμπεράσματα, ήταν ότι διαχωρίστηκε ο ερωτισμός και η ερωτική πράξη από την σεξουαλική ικανοποίηση και τον οργασμό (ως ανακούφιση). Στα δεύτερα δεν υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που προϋποθέτουν μια ερωτική συνεύρεση που να ξεκινάει από την ψυχικά ερωτική πράξη.
Σε αυτό διαφώνησαν μερικών οι αντρικές ορμόνες, ότι δεν πρέπει να είναι δεσμευτικό. Δεν διαφώνησε κανείς με τους διαφωνούντες, ήταν θέμα επιλογής.
Όπως, επίσης, δεν διαφώνησε κανενός η αντρική ή θηλυκή ορμόνη στο ότι η ψυχή νιώθει πολύ πιο όμορφα όταν συμμετέχει στην συνουσία, προσθέτοντας την πιο δυνατή, υπέροχη γεύση καθ’ όλη την διάρκεια και απογειώνει την κάθε στιγμή, ακόμα και αν λείψει ο οργασμός ( ή ακριβώς γι’ αυτό, σε κάποιες περιπτώσεις).
Ο οργασμός που ανακουφίζει το κορμί, το παραλύει υπέροχα, το διαλύει για να το ανασυνθέσει, το εξαντλεί αναζωογονώντας το, αλλά που δεν μπορεί ποτέ, να προσφέρει τίποτε πιο πολύ από τον ίδιο του τον εαυτό, επειδή λειτουργεί ατομικά.

Την άλλη μέρα η Θάλεια, για πρώτη φορά, πήγε στο σπίτι του Μάνο. Τον βρήκε καθισμένο στο πάτωμα της βεράντας. Σπανίως χρησιμοποιούσε καρέκλες.
«Καλημέρες» τον χαιρέτησε
«Bonjour» απάντησε
«Έφερα καφέ και για σένα». Του πρόσφερε το ποτήρι.
Κοίταξε με λαχτάρα τον καφέ, ανασήκωσε το φρύδι του.
«Δεν το περίμενα αυτό από εσένα» είπε τραβώντας μια τζούρα
«Για αυτό το έκανα»
«Μου’ χουν λείψει οι εκπλήξεις. Οι ευχάριστες, μάλλον. Έχω καταντήσει αρκετά αναίσθητος.» της είπε.
«Πρωινές μαυρίλες, έτσι; Έχω γίνει ειδική. Η σπεσιαλιτέ μου είναι οι βραδινές. Μια φορά, είχα καταφέρει να έχω μαυρίλες μία ολόκληρη εβδομάδα. Φυσικά ζορίστηκα για να το πετύχω. Αλλά εκείνες τις ώρες το ευχαριστιόμουνα. Δεν ήθελα τίποτε άλλο. Έκλαιγα, ή μάλλον δάκρυζα και χαιρόμουν που σκούπιζα τα βρεγμένα μου μάγουλα, μια αρρωστημένη, εκδικητική χαρά και ήθελα συνεχώς κι άλλο. Πώς τα πας με το κλάμα;»
«Δυστυχώς δεν είμαι αρκετά άντρας ακόμα για να τολμώ να κλαίω»
Το είπε δίχως ίχνος αστεϊσμού, ειρωνείας ή φιλοσοφικής διάθεσης. Όντως το πίστευε και σήμαινε πολλά και σημαντικά γι’ αυτόν.
Η Θάλεια άλλαξε την συζήτηση. Δεν ήταν σωστό, αλλά ο Μάνος , αν ήθελε, μπορούσε να ξαναφέρει την κουβέντα εκεί που ήθελε. Ήταν θέμα επιλογής, όπως υποστήριζε.
«Πώς κατέληξε το χθεσινό πάρτι;» τον ρώτησε.
«Δεν κατέληξε πουθενά. Ίσως σήμερα να έχει κάποιος να πει τίποτα καινούριο, κάτι που δεν το προσέξαμε. Ίσως αύριο.»
«Ίσως ποτέ;» συμπλήρωσε η Θάλεια
«Το «ποτέ» και το « πάντα» είναι λέξεις που θα ήταν καλό να καταργηθούν»
Η Θάλεια δεν διαφώνησε. Ήταν όντως, λέξεις, που βόλευαν τους ανθρώπους, που τις χρησιμοποιούσαν ως δικαιολογίες, που θόλωναν, περιόριζαν, που εξυπηρετούσαν σκοπιμότητες και όχι τον ίδιο τον άνθρωπο.
«Εσένα πώς σου φάνηκε η συγκέντρωση;» την ρώτησε ο Μάνος. Του είχε περάσει η μαυρίλα.
«Ήταν ενδιαφέρουσα. Συναρπαστική. Όσο κράτησε, ένιωθα όλο και μεγαλύτερη άνεση, ξέρεις, να μιλάω για το θέμα. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι και σήμερα είμαι το ίδιο άνετη. Ίσως θα πρέπει να το κάνουμε πιο συχνά. Παραδέχομαι όμως, ότι απόκτησα ένα ακόμα παράθυρο με παντζούρια, κλειστά βέβαια, αλλά ξέρω πως μπορώ να τα ανοίγω και να κοιτάω. Ή, αν φυσήξει δυνατός αέρας να τα ανοίξει αυτός»

Τα τραπέζια βρίσκονταν ακόμα στο πάρκο. Τα πανό είχαν κατέβει και πεταχτεί. Το απόγευμα ξαναμαζεύτηκαν όλοι και ανέβαιναν στο βήμα όπου έλεγε ο καθένας πού πίστευε ότι οφειλόταν η ημερήσια ανικανότητά τους και η νυχτερινή απομόνωση.
Διάφορες γνώμες πέταξαν πάνω από τα κεφάλια τους. Μερικές προσγειώθηκαν, ελάχιστες παραμείναν.
Η άποψη ότι έριχναν κάτι στο φαγητό απορρίφθηκε διότι δεν εξηγούσε την νυχτερινή δραστηριότητα.
Μία άλλη, ότι κανείς δεν έβρισκε κανέναν αρκετά ελκυστικό επίσης. Επειδή υπήρχαν άνθρωποι που όλοι τους έβρισκαν ωραίους.
Μια άποψη που έτυχε καθολικής αποδοχής, εξέφραζε την γνώμη ότι, επειδή ο ένας κάτοικος του χωριού, άκουγε, μάθαινε, ήξερε πολλά για τον άλλο αλλά ακόμα ελάχιστα για τον εαυτό του, δεν ήταν σε θέση, ακόμα, να βρει κάτι που θα το αισθανθεί δυνατό, έντονο και συγχρόνως αληθινό. Επίσης, όλοι όσοι βρίσκονταν εδώ, έδιναν στην ψυχή τους και στο πώς αυτή εκφράζεται, ύψιστη προτεραιότητα. Όλα περνούσαν μέσα από αυτήν, όλα ξεκινούσαν και κατέληγαν από και προς αυτήν. Η ίδια όμως, άμαθη και απαίδευτη, παρατημένη στην τύχη της, έρμαιο των ενστίκτων και δίχως προσανατολισμό, είτε συσσώρευε όλο τον όγκο που δεχόταν, ωσότου στο τέλος επικρατούσε χάος και σύγχυση, είτε τα ξεφορτωνόταν αμέσως και ένιωθε άδεια. Μην αναγνωρίζοντας και φροντίζοντας τις ανάγκες της ψυχής του ο καθένας, δεν της επέτρεπαν να έχει αρκετή όρεξη και διάθεση για να μπορεί να κοιτάζει και έξω από αυτήν για ν’ αντικρίζει τις άλλες ψυχές γύρω της.
Ελάχιστα κατανοητό, αλλά έτυχε της μεγαλύτερης ανταπόκρισης, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν γιατί τους άρεσε.

«Δηλαδή, φταίμε πάλι εμείς. Ο καθένας για τον εαυτό του. Ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε, δεν το ξέρουμε, η βασική ευθύνη είναι πάντα δική μας;» ρώτησε η Θάλεια
« Ως συνήθως» απάντησε ο Μάνος. «Ένα σφάλμα, ακόμα και όταν ξεκινάει έξω από εμάς, φταίμε αν το αφήσουμε να περάσει από μέσα μας. Αλλά αν δεν γίνεται να το αποφύγουμε, εγώ προσωπικά, το δέχομαι. Δεν με βασανίζει. Θα κάτσω να με διδάξει. Άσχετα αν είμαι κακός μαθητής, θα προσπαθήσω να το εκμεταλλευτώ. Σαν κατάρα δεν ακούγεται;»
«Το να είσαι καταραμένος έχει κάτι το θεϊκό» είπε η Θάλεια.
Ο Μάνος γύρισε και την κοίταξε με έκπληκτα μάτια. Δεν την είχε ακούσει ποτέ να μιλάει ποιητικά.
«Για λέγε» την παρότρυνε.
«Τι να πω; Αν είσαι καταραμένος, σημαίνει ότι σε έχουν βάλει στο μάτι οι θεοί. Σε τιμωρούν επειδή σε φοβούνται. Σε φοβούνται επειδή έχεις την δύναμη ν’ αμφισβητήσεις την δικιά τους» είπε η Θάλεια.
«Και ποιοι είναι αυτοί οι θεοί;»
«Όλοι τους. Ένας θεός δυνατός δεν φοβάται ότι θα χάσει την δύναμή του. Δεν είναι ανασφαλής. Αλλά δεν μιλάω μόνο για τους υπέργειου ή υπόγειους θεούς, βάζω μέσα και τους επίγειους. Τους ανθρώπους. Αυτοί είναι οι επικίνδυνοι. Από αυτούς τους πολυπληθείς αυτοαναγορευμένους θεούς προέρχονται οι κατάρες»
«Είμαι θεός, είσαι θεά. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα» είπε ο Μάνος σηκώνοντας ψηλά τα χέρια.
«Ναι, είμαστε. Αν και ένας πραγματικός θεός, δεν νομίζω να κάνει και τίποτα. Απλά περιμένει να τον ανακαλύψουν. Μη με ρωτήσεις πιο πολλά. Δεν έκατσα να το σκεφτώ περισσότερο.

Οι μέρες περνούσαν με επίκεντρο αρκετές φορές, τα έξι τραπέζια. Δεν έφτιαχναν πανό, αλλά ο καθένας τύπωνε ψυγειοχαρτάκια με ένα προτεινόμενο, προς συζήτηση, θέμα και τα μοίραζε χέρι-χέρι .
Σε ένα από αυτά που κρατούσε η Θάλεια και διάβαζε έγραφε:
«Υποχρεωτική κατάργηση κάθε υποχρέωσης στις ανθρώπινες σχέσεις. Ας δώσουμε σε όλα την πραγματική αξία τους, διότι για να έχει αξία αυτό που κάνεις, θα πρέπει πρώτα να έχεις την δύναμη, την δυνατότητα να μην το κάνεις»

Το έδειξε στον Μάνο.
«Εσύ το έγραψες αυτό;» τον ρώτησε. Ο Μάνος το πήρε, το διάβασε.
« Εγώ δεν γράφω τόσο όμορφα. Αυτό έχει μια υπόσχεση ευτυχίας μέσα του. Τι σημασία έχει ποιος το έγραψε αν σου άρεσε;»
Της «έκλεισε» το μάτι και απομακρύνθηκε.


Σαράντα μέρες είχαν περάσει. Αρκετοί είχαν φύγει καινούριοι ήρθαν. Δεν υπήρχαν έντονα συγκινητικοί αποχαιρετισμοί, επειδή ήξεραν ότι όποιος ήθελε να συνεχίσει να επικοινωνεί με τον άλλον, μπορούσε να το κάνει με πολλούς τρόπους.
Όσοι ήθελαν να χαθούν, χάνονταν. Δικαιολογίες για να κάνεις ή να μην κάνεις κάτι ήταν εύκολο να βρεθούν.
Είχε, επίσης, εδώ και πολύ καιρό πάψει ν’ αναρωτιέται ποιος την είχε απαγάγει. Κανένας δεν γνώριζε τον απαγωγέα του και όλοι το θεωρούσαν ασήμαντο. Ίσως , μόνο όταν έφευγαν να τον έψαχναν, για να τον ευχαριστήσουν για την ανεκδιήγητη πρωτοβουλία του.
Είχε να δει τον Μάνο μια εβδομάδα. Όχι να του μιλήσει, αλλά γενικώς, να εμφανιστεί κάπου. Ήταν εξαφανισμένος. Κάποιοι τον είχανε δει να τριγυρίζει, σε κάποιους είχε μιλήσει. Μάλλον προσπαθούσε ν’ αποφύγει τον εαυτό του. Μάλλον τον ανακάλυπτε.
Είχαν οργανωθεί και δύο πάρτι με μουσική και φαγητά που είχαν κουβαλήσει όλοι. Δεν είχε εμφανιστεί.
Εκείνη την μέρα τον είδε, κλασικά, ξαπλωμένος στην βεράντα του, αξύριστος.
Την είδε και της έκανε νόημα.
«Πού είχες εξαφανιστεί;» τον ρώτησε « Έλειψες σε κάποιους»
«Έμεινα στο δάσος, έξω από το χωριό. Μεγάλη ταλαιπωρία»
«Γιατί έμεινες τότε μια ολόκληρη εβδομάδα;»
«Ήταν πολύ ωραία! Να πας και εσύ καμιά φορά»
«Πώς μπορεί μια μεγάλη ταλαιπωρία να σου αρέσει; Δεν σε αφήνει ν’ απολαύσεις με την ησυχία σου τις καλές στιγμές. Εγώ χρειάζομαι τουλάχιστον, κάποιες ανέσεις»
« Αυτό το λένε όσοι δεν τους έχουν τύχει στιγμές που ν’ αξίζουν τόσο πολύ» είπε ο Μάνος και συνέχισε:
«Αν και όλοι, είμαι σίγουρος, έχουν βιώσει τέτοιες καταστάσεις, ασυνείδητα. Και δεν αναφέρομαι για τον ορειβάτη που κατακτάει μια κορυφή ή έναν καλλιτέχνη που παρατάει τα πάντα για το αριστούργημά του. Μιλάω για όποιον έχει ερωτευτεί και αγαπήσει, παθιαστεί αλλά κυρίως τυφλωθεί από αυτά. Ακόμα και εσύ έχεις περάσει άσχημες ώρες, παράλογες για τους άλλους, μόνο και μόνο για να ζήσεις κάποιες στιγμές υπέροχες, οι οποίες σκεπάζουν τις ενδιάμεσες βασανιστικές. Όχι βασανιστικές εξαιτίας την αναμονής της επόμενης υπέροχης στιγμής, αλλά γεμάτες ανυπόφορες δυσάρεστες καταστάσεις προερχόμενες από τον ίδιο που λαβαίνεις και τις ευχάριστες. Για έναν ουδέτερο, θυσίασες πάρα πολλά για να λάβεις πολύ λίγα. Εσένα , όμως, δεν σε ένοιαζε, δεν το καταλάβαινες, σου ήταν αρκετό. Να μην πω πως αισθανόσουν και ανάξια για όσα, λίγα, ψίχουλα, έπαιρνες πίσω.
Άλλο να αγαπάς κάτι και να υποφέρεις για αυτό και άλλο να σε κάνει αυτό να υποφέρεις.
Η αγάπη δεν είναι δικαιολογία, επιχείρημα.
Τα αισθήματα δεν είναι επιχειρήματα.
Συνήθως αργότερα το μετανιώνουμε. Κάποιες φορές το δεχόμαστε σαν άξια τιμωρία μας. Δεν βλέπουμε την βλακεία μας, που γεννά ό,τι πιο έξυπνο έχουμε όταν την καταλαβαίνουμε.
Οι ταλαιπωρίες του δάσους και η ευχαρίστηση που είχα ήταν κάτω από έλεγχό μου. Δεν μπορούν να με ξεγελάσουν. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους»
«Δεν μπορείς ν’ αρνηθείς όμως, ότι κάθε πράγμα έχει διαφορετική αξία και σημασία για τον κάθε άνθρωπο. Δεν επιθυμούν όλοι τα ίδια» είπε η Θάλεια.
« Ναι, αρκεί αυτές τις προσωπικές του αξίες, ο καθένας να μπορεί να τις βλέπει όπως όντως θέλει, όχι να εθελοτυφλεί υποτιμώντας ή υπερτιμώντας τες. Αυτά συνδέονται, υπερτιμάς μια αξία, υποτιμάς το θέλω σου, υποτιμάς μια αξία, υπερτιμάς το θέλω σου»
«Αυτά που λες, στο δάσος τα σκέφτηκες;» ρώτησε η Θάλεια.
«Στο δάσος είχα την αίσθηση, τις λέξεις τις έβαλα τώρα»
«Θα ξαναφύγεις;»
«Δεν ξέρω» είπε ο Μάνος. « Σε ποιούς έλειψα;» την ρώτησε
Η Θάλεια ανέφερε πέντε ονόματα. Ο Μάνος έδειξε πιο χαρούμενος.
«Και εμένα μου έλειψαν». Κοίταξε την Θάλεια.
«Εσένα σου έλειψα;» την ρώτησε.
«’Όχι, ίσως. Δεν ξέρω. Μπορεί λίγο. Δεν σε πολυσκεφτόμουν» του απάντησε με μια σίγουρη, σταθερή φωνή. Σαν να την είχε απομνημονεύσει όλη αυτήν την σειρά και να την χρησιμοποιούσε τακτικά, όποτε την ρωτούσαν κάτι ανάλογο..
«Εμένα μου έλειψες» της είπε.
Η Θάλεια ένιωσε αμηχανία, έπρεπε να πει κάτι, κάτι που θα διατηρούσε μια απόσταση, κάτι που δεν θα μπορούσε να παρεξηγηθεί, κάτι που, αν ήταν δυνατόν, να μην σήμαινε τίποτα.
Δεν της ήρθε τίποτα, δεν είπε τίποτα.

Εκείνο το βράδυ, είδε ένα όνειρο από τα πολλά που έβλεπε τελευταία, αλλά όχι λιγότερο ακατανόητο.
Έβλεπε το σπίτι της, στην Αθήνα. Ήξερε ότι έμενε σε διαμέρισμα, αλλά ήξερε επίσης ότι αυτή η μονοκατοικία ήταν το σπίτι που έμενε τόσο καιρό. Χτισμένο ανάμεσα σε δύο τεράστιες πολυκατοικίες, απ’ όπου ακούγονταν γέλια και τραγούδια.
Η μονοκατοικία της ήταν ετοιμόρροπη, αλλά ήταν όμορφα σχεδιασμένη και διατηρούσε το χρώμα της σε καλή κατάσταση. Είδε κόσμο να περιμένει απ’ έξω. Μόλις την αντιλήφθηκαν, άρχισαν όλοι να δείχνουν προς το μέρος της και να την χαιρετάνε. Αυτή φόρεσε τα γυαλιά ηλίου της και ευθύς αμέσως έπαψαν πια να την αναγνωρίζουν.
Προχώρησε και μπήκε μέσα, με τον κόσμο να περιμένει ακόμα, έξω, την άφιξή της.
Μέσα στο σπίτι είχε εκτυφλωτικό φως που έμπαινε από τα παράθυρα. Είχε βγάλει τα γυαλιά της, αν και την ενοχλούσε το έντονο φως.
Παντού, γύρω της, υπήρχαν μπαούλα, σεντούκια, κασέλες και κουτιά σε όλα τα μεγέθη και όλα ήταν κλειδωμένα. Με δυσκολία περνούσε ανάμεσά τους. Έφτασε και έκατσε στην αγαπημένη της πολυθρόνα.
Δεξιά και αριστερά κρέμονταν κορδόνια από το ταβάνι.
Τράβηξε το κορδόνι της πείνας και τρεις υπηρέτες της έφεραν φαγητό.
Τους είπε να το πάρουν πίσω επειδή δεν πεινούσε.
Τράβηξε το κορδόνι της δίψας. Της έφεραν να πιει αλλά τους έδιωξε.
Δεν διψούσε.
Μόλις φύγανε, τα ξανατράβηξε.
Έφαγε και ήπιε.
Τράβηξε ένα τρίτο κορδόνι και άνοιξε η πόρτα. Ο κόσμος προσπάθησε να μπει μέσα, αλλά δεν υπήρχε ελεύθερος χώρος από τα μπαούλα και τα κουτιά, Προσπαθούσαν να βρούνε μέρος να σταθούν, αλλά καταλάβαιναν από το άγριο βλέμμα της ότι απαγορευόταν όχι μόνο να μετακινήσουν το οτιδήποτε, αλλά ούτε να στηριχτούν πουθενά, πόσο μάλλον να καθίσουν.
Αυτοί που είχαν μπει έφευγαν και παραχωρούσαν την θέση τους στους επόμενους, οι οποίοι αντιμετωπίζοντας την ίδια κατάσταση, έφευγαν και αυτοί.
Στο τέλος είχαν φύγει όλοι.
Για πολύ ώρα δεν εμφανίστηκε κανένας. Αποφάσισε να κλείσει την πόρτα. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ένας Ινδός.
Ήταν ο ωραιότερος άντρας που είχε δει στην ζωή της, το ίδιο όμορφα ντυμένος.
Της μιλούσε, αλλά η φωνή του έφτανε σαν ψίθυρος στ’ αυτιά της.
Ένιωσε να κοκκινίζει από αυτά που άκουγε, αλλά δεν του ζήτησε να σταματήσει.
Διέσχισε με άνεση, σαν να μην υπήρχε κανένα εμπόδιο, το δωμάτιο και έφτασε μπροστά της.
Τον άφησε να την σηκώσει με τα δύο του χέρια. Πριν την οδηγήσει στο κρεβάτι της, του έδεσε τα μάτια με μια κορδέλα, για να μην την βλέπει, να μην μπορεί να την δει. Τον προτιμούσε τυφλωμένο.
Έκαναν έρωτα αλλά δεν τον φίλησε στο στόμα για να μην πάψει να της ψιθυρίζει.
Είχε νυχτώσει και σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Είχε ξυπνήσει.
Χωρίς να βλέπει, ένιωσε το κορμί του, δίπλα της. Του ζήτησε να ξανακάνουν έρωτα.
Χαϊδεύοντας το κεφάλι του, κατάλαβε ότι του είχε φύγει η κορδέλα.
Προσπάθησε να την ξαναδέσει, αλλά αυτή την φορά ήταν πολύ κοντή, χωρίς να έχει μεγαλώσει το κεφάλι του.
Συνέχιζε να της ψιθυρίζει. Παράτησε την προσπάθειά της να του δέσει την κοντή, πια, κορδέλα και αφέθηκε στα χάδια του.
Ξαναξύπνησε, άνοιξε τα μάτια. Ακόμα σκοτάδι. Ο άντρας δίπλα της είχε ξυπνήσει και την κοιτούσε, στηριγμένος στον αγκώνα του.
Πέρασε το χέρι της στο κεφάλι του. Δεν φορούσε την κορδέλα, φυσικά.
Δεν ψιθύριζε άλλα όμορφα λόγια.
Η Θάλεια τεντώθηκε στο σκοτάδι, πήγε να τρίψει τα μάτια της και τότε κατάλαβε ότι της είχε φορέσει την κορδέλα της. Την προτιμούσε τυφλωμένη.
Ο μαγευτικός ψίθυρος ξανάρχισε.
Έβγαλε την κορδέλα. Ούρλιαξε. Ήταν τυφλή.

Είχε διηγηθεί αυτό της το όνειρο. Όποιος θυμόταν τα όνειρά του, τα διηγιόταν.
Και μετά άρχιζε η ανάλυση. Τις πιο πολλές φορές δεν κατέληγαν πουθενά. Δηλαδή δεν ένιωθαν να τους έχει αποκαλυφθεί κάτι.
Μπορούσαν πλέον, να συνεννοούνται πιο εύκολα, πιο γρήγορα, πιο ουσιαστικά. Μιλούσαν ακόμα πολύ, αλλά μπορούσαν να ακούνε και πολύ. Είχανε μπει σε έναν ρυθμό, τον ρυθμό που καθόριζαν οι ίδιοι και προσπαθούσε, ας πούμε, να επιβάλλει το χωριό. Οι άρτι αφιχθέντες εναρμονίζονταν σιγά σιγά.
Δεν μπορούσαν να μετρήσουν την, όποια, πρόοδο είχαν, αλλά την αισθανόντουσαν. Σαν κάτι να γεννιόταν μέσα τους, να τους ζέσταινε, να ζητούσε και να έβγαινε προς τα έξω, να τριγυρίζει δίχως ποτέ να το αποχωρίζονται και να επιστρέφει πάλι μέσα, πιο δυνατό, ακόμα και όταν πληγωνόταν.
Επίσης, δεν είχε ταυτιστεί κανένας με το χωριό. Όλοι κουβαλούσαν εδώ την ζωή τους από τον έξω κόσμο αλλά το μέρος αυτό το ένιωθαν σαν ένα τραπέζι όπου μπορούσαν να την απλώσουν και να την εξετάσουν.
Το μέρος προσέφερε ανέσεις, φιλικότητα οι άνθρωποι.
Άνθρωποι, που παρόμοιοι μπορούσαν να βρεθούν και στον έξω κόσμο, όχι ίδιοι, διαφορετικοί, αλλά άνθρωποι, όπως όλοι τους εδώ. Και όλοι, πάντα με ελαττώματα. Διακριτά όμως για τους απόφοιτους του χωριού, άρα αντιμετωπίσιμα.
Το παρελθόν τους, τους υποδείκνυε, δίχως να τους το επιβάλλει, το μέλλον τους.
Το παρελθόν βρισκόταν σε έναν έξω κόσμο, το ίδιο και το μέλλον τους.

Ξαπλωμένοι στο γρασίδι, συζητούσαν, όχι για τους εαυτούς τους, αλλά για το χωριό. Η Θάλεια άκουγε, αλλά δεν ήθελε να μιλήσει για κάτι που το εκτιμούσε, μην τυχόν και έλεγε κατά λάθος κάτι κατώτερης αξίας από το ίδιο το χωριό.
Ό,τι στην ζωή της, της άρεσε, ή το άφηνε όπως ήταν ή το κατέστρεφε..
Ένας Χρήστος, τραπεζικός στο επάγγελμα, μιλούσε:
«Αυτό που συμβαίνει εδώ, δεν μπορεί να γίνει σε όλη την γη. Μας έχουν αφαιρέσει κάτι και γι’ αυτό χρησιμοποιούμε πιο έντονα ό,τι μας έχει απομείνει.
Το «κάτι» που μας αφαίρεσαν, είναι η διάθεση για εξουσία. Το χρήμα, που είναι εργαλείο της και η αγάπη δικαιολογία της , δεν υπάρχουν εδώ.
Το λιοντάρι με το πρόβατο μπορεί εδώ να επικοινωνήσει. Για τον έξω, τον ανθρώπινο κόσμο, δεν είναι δυνατόν να βάλεις τα λιοντάρια σε ένα κλουβί, τα πρόβατα σε άλλο, το κάθε ζώο ξεχωριστά, για να νιώσει το καθένα σαν αυτό που είναι. Ούτε λειτουργεί να έχεις όλα αυτά τα ζώα-ανθρώπους ελεύθερα, επειδή αλληλοσπαράζονται..
Ο άνθρωπος πάντα προσπαθεί να καταργήσει την φύση και όχι να την αναδείξει. Έτσι καταστρέφει όχι μόνο την φύση, αλλά πρώτα την ίδια την φύση του.
Αυτό που μας ωθεί, εδώ, το χωριό, είναι να βρούμε μια ισορροπία με αυτήν την φύση μας, όπως αυτή ήδη υπάρχει παντού στην γη, αν εξαιρέσεις τον άνθρωπο.
Το λιοντάρι είναι λιοντάρι, συμπεριφέρεται σαν αυτό που είναι, το ίδιο και το πρόβατο. Το πρώτο τρώει το δεύτερο, αλλά πεθαίνει και από την πείνα. Το δεύτερο κατασπαράζεται από το πρώτο, αλλά πολλές φορές κατορθώνει ν’ αποφύγει να είναι αυτό το τέλος του.
Εκεί υπάρχει ισορροπία.
Στον άνθρωπο όχι, επειδή σκέφτεται, κάτι που δεν το κάνουν τα ζώα. Απλά δεν σκεφτόμαστε όπως επιθυμεί η φύση μας. Εκεί κάνουμε λάθος. Σκεφτόμαστε με ανθρώπινο και όχι με φυσικό τρόπο. Και όταν λέω φυσικό, εννοώ και τους δύο υπαρκτούς. Και αυτόν που η γη , εδώ και χιλιάδες χρόνια χρησιμοποιεί πολύ αποτελεσματικά και τον εσωτερικό τρόπο του ανθρώπου, που τον αρνείται, αν και δεν έχει πάψει ποτέ να τον επιθυμεί.
Παράνοια.
Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι άλλο πράγμα είναι ένα λιοντάρι έξω, ελεύθερο στην φύση και άλλο πράγμα γίνεται μέσα σε κλουβί. Και κάνουν τις ανάλογες παρατηρήσεις.
Εδώ το χωριό κάνει το αντίθετο. Μας κλείνει σε ένα κλουβί το οποίο καταργεί όλα μας τα κάγκελα.
Και μόνο το ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να μπούνε σε κλουβιά για να νιώσουν πραγματικά ελεύθεροι, είναι απόδειξη ότι δεν είμαστε φυσικά φυσιολογικοί.
Ο άνθρωπος έχει καταντήσει ένα τεχνητό ον, το οποίο πρέπει να πληροί καθορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά και να λειτουργεί με οδηγίες χρήσεως, όλα κατασκευασμένα και γραμμένα από άλλους ανθρώπους, άρα ατελή και γεμάτα λάθη, γι’ αυτό και δυσλειτουργεί.
Αλλά εδώ είναι δύσκολο να πειστεί ένας άνθρωπος για το σφάλμα του, πόσο μάλλον, χιλιάδες άνθρωποι επί χιλιάδες χρόνια.
Για εμένα, η μεγαλύτερη, πιο πολυχρησιμοποιημένη και ασύλληπτη σε σκέψη εφεύρεση του ανθρώπου, όλων των εποχών, δεν είναι η φωτιά, ο τροχός, η τυπογραφία ή η πυρηνική ενέργεια, αλλά η δικαιολογία.
Αυτή μας έφερε στην σημερινή κατάσταση





Ένα πρωινό, η Θάλεια , καθισμένη στην καρέκλα της βεράντας της, είδε τον Μάνο να έρχεται, τραγουδώντας, φάλτσα και μπερδεύοντας τους στίχους το «i´m no good» της Amy Winehouse.
«Καλημέρες» της είπε « σου’ φερα καφεδάκι»
Χαμογελώντας, του απάντησε:
«Ευχαριστώ, δεν ήταν ανάγκη»
«Το ξέρω πως δεν ήταν ανάγκη. Για μένα το έκανα»
«Ευγενικός, όπως συνήθως»
«Δεν νομίζω ότι θέλεις να σου φέρομαι συνέχεια ευγενικά. Πώς είσαι;»
«Βαριέμαι» του είπε. «Εδώ βέβαια, σπανίως βαριέμαι. Αυτό είναι καλό. Στην καθημερινή ζωή μου, στον έξω κόσμο, μ’ έπιανε πολύ συχνά. Και εύκολα. Ξέρεις, βαριόμουν πολύ γρήγορα με ό,τι και να καταπιανόμουν . Μέχρι και πλέξιμο δοκίμασα!»
«Λογικό ακούγεται. Αν δεν πήγαζε από μέσα σου η κλωστή και η βελόνα και αν ό,τι έκανες το έκανες για λάθος λόγους, πώς να τελειώσεις κάτι για να αντλήσεις ικανοποίηση αντικρίζοντας το ολοκληρωμένο;»
«Γιατί να βαριέμαι έτσι εύκολα; Γιατί να είμαι τόσο αδιάφορη;»
«Δεν είσαι. Απλά φέρεσαι έτσι κάποιες φορές»
Για λίγο δεν μίλησαν. Το μπορούσαν, χωρίς αμηχανία και οι δυο τους.
Μίλησε ο Μάνος:
«Μαζί με την αδιαφορία, πηγαίνει και η αχαριστία;»
«Ναι και αυτό μ’ ενοχλεί.» Τον κοίταξε. Εκείνος κοιτούσε ίσια μπροστά του, πουθενά δηλαδή.
«Το καταλαβαίνεις επειδή νιώθεις και εσύ τα ίδια, έτσι; Πώς τ’ αντιμετωπίζεις;»
« Σωστά κατάλαβες. Και εμένα μ’ ενοχλούν. Πώς τ’ αντιμετωπίζω; Ακόμα στην προσπάθεια είμαι. Είχα διαβάσει ένα βιβλίο. «Σωτηραμπούρεια φιλοσοφία» λεγόταν. Τον συγγραφέα δεν τον θυμάμαι. Δυστυχώς ξεχνάω ό,τι δεν μου φαίνεται σημαντικό, δυστυχώς επειδή θεωρώ λίγα πράματα σημαντικά.
Μέσα, συνόψιζε την φιλοσοφία του σε πέντε λέξεις, που τις επαναλάμβανε στους μαθητές του, όταν τον ρωτούσαν «δάσκαλε, μας ενοχλεί όταν κάνουμε αυτό ή το άλλο»
Τότε αυτός τους έλεγε:
«Ε, τότε μην το κάνετε»
«Μου ακούγεται πολύ σωστό, πολύ σοφό» είπε η Θάλεια
«Ναι και σ’ εμένα, αλλά είναι πολύ συμπυκνωμένο και αφήνει όλη την δουλειά στους μαθητές. Βέβαια, τους δίνει έναν στόχο. ¨Όχι όμως τρόπο. Το πρόβλημα είναι ότι ο φιλόσοφος ερμηνεύει τον κόσμο πολύ καλά, πολύ ωραία. Ακούγονται ενδιαφέροντα, όμως είναι δύσκολα στην πράξη, κουραστικά, πολύ αναλυτικά. Χωρίς, όμως, ποτέ να βγάζει τον εαυτό του έξω από αυτήν την ερμηνεία Και έτσι, όλα αυτά που λέει, συνήθως αντιπροσωπεύουν τον ίδιο, χωρίς, μάλιστα, να είναι σίγουρος γι’ αυτά μέχρι το τέλος της ζωής του.. Οι φιλόσοφοι μας λένε ότι κάτι που μας ενοχλεί, ουσιαστικά είναι μια παρανόηση, είναι ανύπαρκτο. Ακόμα, όμως και αν πειστούμε πως είναι ανύπαρκτο, δεν σημαίνει ότι αυτό, το κάτι, θα πάψει να μας ενοχλεί.
Η φιλοσοφία για να είναι χρήσιμη, με όλες τις έννοιες, πρέπει να είναι κατανοητή.
Η Σωτηραμπούρεια φιλοσοφία είναι σωστή για τον ίδιο τον εκφραστή της, επειδή την βιώνει ο ίδιος. Δεν δημιουργήθηκε, αλλά αναδύθηκε από μέσα του. Δεν αποκαλύπτει. Ερμηνεύει τον εαυτό της.
Εγώ και εσύ ζητάμε να μάθουμε πώς θα πετύχουμε αυτόν τον στόχο. Αναζητούμε μια φιλοσοφία δικιά μας. Και δίχως τίποτα να μας βεβαιώνει ότι θα τον πετύχουμε αυτόν τον στόχο, ή και αν τον πετύχουμε θα μείνουμε ευχαριστημένοι.»
Η Θάλεια πρόσθεσε:
«Έτσι νιώθω και εγώ. Ούτε στη ζωή μου ποτέ με βοήθησε το « κάνε ό,τι κάνω». Ούτε με βοηθάει αυτό το « μην κάνεις ό,τι έκανες».
Θέλω ένα «πώς» προσαρμοσμένο σε μένα που θα το τροφοδοτεί ένα « γιατί/επειδή» αν όχι αποκαλυπτικό, τουλάχιστον αρκετά σαφές.
Ξέχασα τίποτε, συνάδελφε στοχαστή;» ρώτησε τον Μάνο γελώντας.
«Θάλεια των στοχασμών, πιστεύω πως αυτά θα πρέπει να τα τροφοδοτεί και μια πηγή δύναμης, έξω από αυτά. Ένα κίνητρο, μια έμπνευση, ένα σημείο δηλαδή, που μπορεί να είναι μέσα ή έξω από εμάς. Μπορεί να είναι οτιδήποτε, αρκεί να αντλούμε αρκετή δύναμη από αυτό. Το οποίο « αυτό» από μόνο του δεν έχει τίποτα. Θα χρειαστεί εμείς να το φορτώσουμε δύναμη, να του δώσουμε από την δική μας. Είναι βέβαιο ότι ο άνθρωπος σε πολλά πράματα είναι αδύναμος. Αυτό είναι καλό να το συνειδητοποιήσουμε, διότι βοηθάει την αυτοκριτική μας. Είναι άσχημο να μην μπορείς να είσαι δυνατός. Είναι ωραίο όμως, επειδή έτσι θα μπορέσουμε να καταλάβουμε, πού είμαστε δυνατοί και να ανακατανείμουμε τις δυνάμεις μας. Θα μπορέσουμε να κάνουμε καλύτερη διαχείριση του εαυτού μας.»
Η Θάλεια τον ρώτησε :
«Πόση δύναμη θα χρειαστεί να αποκτήσω; Πόσο δυνατή; Τόσο, όσο ν’ αντέχω τα χτυπήματα;»
«Όχι. Πρέπει να γίνεις τόσο δυνατή, που ν’ αντέχεις τα χτυπήματα χωρίς να υποφέρεις απ’ αυτά»
«Και τότε δεν θα έχω ανάγκη κανέναν» είπε η Θάλεια σφίγγοντας την γροθιά της
« Τότε δεν θα φοβάσαι να έχεις ανάγκη κάποιον»
«Και αν στο τέλος, εννοώ αν τα καταφέρουμε, δούμε ότι, ναι μεν το κατορθώσαμε, αλλά ό,τι κάναμε ήταν για λάθος λόγο;»
«Εννοείς να μη μας αρέσει το αποτέλεσμα; Ε, τουλάχιστον θα έχουμε ανακαλύψει έναν τρόπο. Σκοπός είναι να μάθουμε να φτιάχνουμε ένα γλυκό. Αν δεν μας αρέσει, αλλάζουμε τα συστατικά.
«Εσύ ξέρεις να φτιάχνεις τέτοιου είδους γλυκά;»
«Μερικά αρέσουν μόνο σ’ εμένα. Κάποια άλλα μόνο στους άλλους. Κάποια και σε μένα και σε αρκετούς άλλους. Πολλά ήταν για πέταμα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνω τέλειος σεφ.»
«Εγώ δεν ξέρω να μαγειρεύω, όμως» είπε η Θάλεια, κάπως λυπητερά.
«Αν δεν μάθεις, θα πεινάσεις.»
«Δεν γίνεται να βρω κάποιον να μου μαγειρεύει;»
«Ναι, αλλά δεν ξέρω αν θα έχεις αρκετά από το είδος των χρημάτων που θα απαιτεί»
«Να αρχίσω να με μαγειρεύω, δηλαδή»


Σε μια από τις καθιερωμένες πλέον , συναντήσεις στα τραπέζια του κήπου, όλοι μιλούσαν για τους φίλους τους στον έξω κόσμο και την φιλία.
Στο τέλος, ο Μάνος ρώτησε την Θάλεια αν της λείπουν οι δικοί της φίλοι. Τουλάχιστον, αυτούς που θεωρεί φίλους της.
«Ναι» του απάντησε « αν και δεν έχω πολλούς, κάποιες φορές μου λείπουν κάποια πράματα που κάναμε μαζί»
«Γνωστούς που μοιραστήκατε στιγμές, που θα μπορούσατε να γίνετε φίλοι;»
«Γνωστούς έχω πολλούς, αυτές οι στιγμές όμως δεν ήταν αρκετές για να με κάνουν να θέλω να γίνουμε φίλοι»
«Θέλεις να είσαι κοινωνική δηλαδή. Τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο»
«Ναι, θέλω να περνάω όμορφα. Όποτε μπορώ. Για αυτό δεν υπάρχουν οι γνωστοί, οι παρέες;»
«Σε αυτό σε βοηθάει και η εμφάνισή σου»
«Πώς βοηθάει αυτό;» η Θάλεια ήξερε τι εννοούσε ο Μάνος, αλλά ήθελε και να το ακούει.
«Επειδή είσαι όμορφη και γελάς και επιπλέον αυτό που είσαι και ο τρόπος που μιλάς. Αυτά, προσελκύουν ανθρώπους κοντά σου»
« Σιγά την διαπίστωση. Αυτό που λες δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Και εσύ είσαι πολύ κοινωνικός. Σε βλέπω, μπορείς και μιλάς με όλο τον κόσμο, κάτι που εμένα δεν μου ταιριάζει»
«Δεν είναι έτσι. Εγώ είμαι αντικοινωνικός. Έχω ελάχιστους ανθρώπους που τους θεωρώ φίλους. Για μένα, φίλος σημαίνει να μην φοβάμαι να του λέω τα πάντα. Να με κάνει να νιώθω άνετα, ώστε να μην φοβάμαι. Και αυτός , απ’ την πλευρά του το ίδιο άφοβα να μου ανοίγεται»
« Το ότι έχεις καλούς φίλους, δεν σημαίνει ότι είσαι και εσύ καλός φίλος για αυτούς του είπε η Θάλεια προβληματίζοντάς τον.
« Όπως και το αν είσαι εσύ καλός φίλος, δεν σημαίνει ότι έχεις καλούς φίλους» έσπευσε να προσθέσει η Θάλεια, αν και ακούστηκε σαν παρηγοριά

Ο Μάνος μετά από λίγο συνέχισε:
«Επειδή είπες ότι μπορώ και μιλάω με όλους. Δημιουργώ πολλούς γνωστούς, αλλά δεν θέλω να έχω ανθρώπους τέτοιους, που όποτε μιλάμε να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Σ’ αυτούς που μιλάω, προσπαθώ να τους φερθώ σαν φίλος, να τους μιλάω άφοβα για ό,τι πιστεύω. Κάποιοι, λίγοι, τους αρέσει αυτό και αρχίζουν και αυτοί να μου λένε πράματα για τον εαυτό τους, με την ίδια άνεση. Αυτό το θεωρώ εγώ, το δεύτερο επίπεδο. Το τρίτο επίπεδο, το πιο βαθύ, πλατύ και γεμάτο ουσία είναι η φιλία. Ζητάω να προχωρήσω σε αυτό, χωρίς λόγια. Κάποιοι το αγγίζουν, κάποιοι το κατακτούν, κάποιοι την κοπανάνε, κάποιοι μένουν για λίγο, κάποιοι το επισκέπτονται περιστασιακά. Συνηθισμένα πράματα, δηλαδή.
Κατάλαβες; Δεν θέλω απλώς γνωστούς. Ζητάω από τους γνωστούς να συμπεριφερόμαστε σαν φίλοι, όποτε και αν συναντιόμαστε. Μπορεί να μιλάω σε πολλούς, αλλά είμαι αντικοινωνικός, επειδή ο τρόπος μου διώχνει πολλούς.
Δεν γελάω και εύκολα και αυτό είναι που δεν αρέσει σε πολλούς, που ζητάνε απλά και ανθρώπινα, να περάσουν καλά.
Εννοείται ότι και εμένα μου αρέσει να διασκεδάζω με παρέες.
Αλλά εγώ θέλω, όταν βρίσκομαι με ανθρώπους, πρώτα απ’ όλα να νιώθω άνετα ακόμα και όταν είμαι άσχημα, να νιώθω καλά ακόμα και όταν δεν περνάμε καλά. Να μην νιώθω υποχρεωμένος ότι «πρέπει να διασκεδάσω»
Να θέλει ο άλλος να θέλω να τον κάνω να περάσει όμορφα, ακόμα και αν δεν τα καταφέρω. Να θέλει να μην περάσει καλά και να μην φοβηθεί να το πει. Το ίδιο και οι άλλοι προς εμένα. Αυτό ψάχνω. Αλλά ο τρόπος που έχω είναι αντικοινωνικός πολλές φορές. Μισάνθρωπος. Και αυτό με στεναχωρεί»
« Όντως είσαι πρήχτης. Όχι πάντα, ευτυχώς. Δυστυχώς δεν ξέρω να σου προτείνω άλλο τρόπο. Αλλά δεν είναι πάντα δικό σου φταίξιμο αν κάποιοι δεν σε αντέχουν Δεν μπορείς συνέχεια να είσαι νικητής, αν υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι είναι τα τρόπαια. Επίσης, δεν αρέσει στους ανθρώπους να μοιράζονται τα μυστικά τους με τον πρώτο τυχόντα, ή έστω αν δεν τον γνωρίσουν αρκετά καλά. Όπως και δεν είναι σωστό και για εσένα να αποκαλύπτεις τα μυστικά σου και τις, λιγότερο η περισσότερο, προσωπικές σου στιγμές, απερίσκεπτα. Να μοιράζεσαι για την χαρά του να μοιράζεσαι. Υποτίθεται αυτές έχουν μεγάλη αξία για τον καθένα μας, δεν αξίζουν στον κάθε ακροατή μας. Ειδάλλως ξεφτιλίζεσαι και εσύ μαζί με αυτές»
«Έτσι είναι.» συμφώνησε ο Μάνος « Και εγώ δεν εμπιστεύομαι ανθρώπους που δεν έχουν μυστικά. Αλλά εγώ, ούτε θέλω ο άλλος, ούτε εγώ ν’ αποκαλύψουμε το κάθε μυστικό μας. Εγώ μιλάω για τα αισθήματα που μου προκαλεί το κάθε καλά φυλακισμένο «κάτι» που έχω μέσα μου, για τα πιθανά αίτια του, για το αποτέλεσμα που έχει πάνω μου, για το πώς το αντιμετωπίζω, για τις ελπίδες, τα όνειρα και τις προσδοκίες που γέννησε ή που από αυτά γεννήθηκε, καταστράφηκε ή κατέστρεψε»
Η Θάλεια έπιασε το κεφάλι της και είπε:
«Με μπέρδεψες και με ζάλισες. Εσύ χρειάζεσαι φίλους-ψυχολόγους στο επάγγελμα που να αγαπάνε υπερβολικά την δουλειά τους για να σε ανέχονται. Ξέρεις και η φλυαρία ενοχλεί τον κόσμο. Είδες, σου φέρομαι όπως θέλεις να σου φέρονται.
Με φιλικά καυστική, άφοβα σαρκαστική, καλόπιστη κριτική»
«Ναι, αυτή την στιγμή σε θεωρώ φίλη μου»
« Μεγάλη μου τιμή» του είπε και έκανε μια υπόκλιση
« Ελπίζω και εσύ να θεωρείς τον εαυτό σου φίλη μου»
« Αν συνεχίσεις έτσι, χλωμό το βλέπω» του απάντησε γελώντας
«. Τώρα, πώς να σου εξηγήσω το προηγούμενο;» της είπε ο Μάνος, ευχαριστημένος που τον κοντράριζε.
« ¨Όχι, έλεος, φτάνει για απόψε» ικέτευσε η Θάλεια
« Δύο κουβέντες μόνο και πας για ύπνο μετά!!!»
Η Θάλεια δεν ήθελε να αντισταθεί στον ενθουσιασμό του, που τον έκανε τόσο ευτυχισμένο.
«Λέγε» του είπε
«Λοιπόν, όταν βαριέμαι κάποιον, δεν το κρύβω. Είπαμε, είμαι αντικοινωνικός, ίσως, επειδή, εσφαλμένα βέβαια, δεν πιστεύω στην δική μου αξία, αλλά θεωρώ τους άλλους ανάξιους. Τέλος πάντων.
Βαριέμαι και το εκφράζω, όταν κάποιος αφηγείται μια εκδρομή που πήγε και είδε μουσεία, δρόμους και τον πύργο του Άϊφελ. Εμένα όμως, αυτό που σου έλεγα πως θέλω ν’ ακούω και να λέω, είναι το τι αισθάνθηκε , όταν είδε τα μουσεία, τους δρόμους και τον πύργο του Άϊφελ. Τις εντυπώσεις του. Τι είδε με την ψυχή του.
Τα μυστικά είναι προσωπικά. Τα αισθήματα όμως, πιστεύω, είναι κοινά.
«Μάνο, ζητάς πολλά. Εύχομαι να μπορείς να τα βρίσκεις. Ζητάς να σου μιλάνε, για αυτά που οι άνθρωποι φοβούνται πάνω απ’ όλα, γι’ αυτά που προκαλούν τους φόβους τους»
«Δεν με απασχολεί αν ζητάω πολλά. Με ανησυχεί μήπως προσφέρω λίγα»
«Δεν είναι θέμα ποσότητας. Είπαμε, Συνήθως, απλά δεν είναι αυτά που ζητάει ο άλλος. Μην το βλέπεις ως κακό, ως σφάλμα»
« Έχεις δίκιο. Όταν θέλεις μιλάς πολύ όμορφα»
« Το ξέρω» είπε η Θάλεια, με όση μετριοφροσύνη ακριβώς έπρεπε να έχει εκείνη την στιγμή. Δηλαδή ελάχιστη.


Η Θάλεια, αν και ευχαριστιόταν τις συζητήσεις με τους συγχωριανούς της, ωστόσο δεν είχε ποτέ ανέβει στα τραπέζια να μιλήσει μπροστά σε όλους. Ήταν τρομακτικό να έχει τόσα μάτια και αυτιά στραμμένα πάνω της. Δεν ήθελε τόσο μεγάλο κοινό. Παρ’ όλα’ αυτά, ήθελε να νιώσει πώς θα ήταν.
Αποφάσισε, μια νύχτα που όλοι κοιμόταν, ν’ ανέβει και να μιλήσει, σαν να υπήρχε όντως κοινό από κάτω.
Στάθηκε όρθια πάνω στο τραπέζι. Θυμήθηκε ένα θεατρικό εργαστήρι που είχε παρακολουθήσει για ένα διάστημα ολίγων φεγγαριών. Ήταν ηθοποιός σε έργο που παρουσίαζε την ζωή της, με κείμενα δικά της, με θεατές τις Θάλειες που είχε μέσα της, καθισμένες στο γρασίδι.
‘Όχι, προτιμούσε φίλους αγαπημένους, συγγενείς και καλούς γνωστούς.
Όχι, προτίμησε να μην υπάρχει κανένας.
Και ξεκίνησε τον μονόλογό της, δίχως να έχει, μέσα στο σκοτάδι, αντιληφθεί τον Μάνο που στεκόταν λίγα μέτρα παραπέρα και ήταν έτοιμος να την ρωτήσει αν αισθανόταν καλά, νυχτιάτικα, πάνω στο τραπέζι:
« Ήθελα και θέλω απλά πράματα στη ζωή μου. Πράματα κοινά σε όλους. Όχι πολυτέλειες, ούτε υπερβολικές ανέσεις.
Ασφάλεια, τάξη στη ζωή μου, λίγους φίλους και καλούς, μια εργασία με απολαβές που θα ζω άνετα και θα την βρίσκω και ενδιαφέρουσα.
Απλά και συνηθισμένα. Όπως βλέπω άλλους να τα έχουν.
Κάποιον που να αγαπάω πραγματικά και να με αγαπάει.
Ακόμα και αν η δική μου αγάπη προς αυτόν είναι μεγαλύτερη από την δική του.
Δεν τα έχω. Όχι στον βαθμό που θα με ικανοποιούσαν. Πιστεύω ότι δεν θα γίνω ευτυχισμένη, έτσι όπως φαντάζομαι, ίσως επειδή δεν πρέπει να είμαι ευτυχισμένη.
Νιώθω ότι μου έχουν φορτώσει πολλά. Όπως και εγώ η ίδια, τον εαυτό μου.
Όχι υπερβολικές προσδοκίες. Είπαμε. Ζητάω απλά πράματα.
Αλλά έχουν γίνει πιεστικές.
Με έχουν βοηθήσει πολύ. Πιο πολύ απ’ όσο θα ήταν καλό για μένα. Και προσπαθώ να τους ευχαριστήσω. Να είναι ευχαριστημένοι από μένα, να δούνε ότι οι κόποι τους πιάνουν τόπο.
Το θέλω πάρα πολύ, δεν μπορώ όμως.
Βασανίζομαι επειδή ξέρω ότι μπορώ.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν βρει τον τρόπο.
Νιώθω πολλές φορές, ότι προσπαθώ να προσπαθώ, να πετύχω μόνο κάτι, οτιδήποτε, για να νιώσω και εγώ, επιτέλους, την αίσθηση της νίκης, για μια μοναδικά δική μου νίκη, μια νίκη που να περνάει μόνο μέσα από τις δικές μου δυνάμεις.
Χωρίς βοήθεια.
Να κάνω περήφανους τους δικούς μου. Αυτούς, που θέλουν τα ίδια πράματα με εμένα, αλλά που δεν μπορούν να με βοηθήσουν, παρά μόνο να με στηρίζουν, όπως μπορούν, οικονομικά και ψυχολογικά.
Ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι έχω ακόμα ανάγκη μερικές φορές τα χρήματα τους.
Δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι έχω ακόμη ανάγκη την αγάπη τους.
Αλλά χρειάζομαι και άλλα πράματα, τα οποία δεν τα έχουν αυτοί.
΄Νιώθω τυχερή που έχω τέτοιους ανθρώπους κοντά μου, αλλά η δική μου η αδυναμία με κάνει αχάριστη.
Όταν είναι τόσο καλοί μαζί μου, τους μισώ. Μάλλον μισώ τον εαυτό μου.
Αυτοί με έκαναν αδιάφορη.
Εγώ άφησα να με κάνουν αδιάφορη.
Δεν ζητάω πολλά. Απλά καθημερινά, ανθρώπινα πράματα.
Δεν θέλω πολλά. Να ζήσω την ζωή μου. Να ζήσω την αγάπη.
Όπως είχα γευτεί στο παρελθόν την υπέροχη γεύση τους, αλλά εξαιτίας μου, χάθηκαν.
Δεν θέλω άλλη βοήθεια, αλλά τους μισώ επειδή την έχω ανάγκη και την δέχομαι.
Μισώ τον εαυτό μου για το μίσος μου.
Δεν μου αξίζει τόση καλοσύνη.
Μου προσφέρουν καλοσύνη και την βλέπω σαν οίκτο.
Θέλω απλά πράματα.
Δεν είμαι τόσο ξεχωριστή όσο μου λένε. Κάνουν λάθος. Τι θέλουν όλοι αυτοί από εμένα και ασχολούνται μαζί μου;
Δεν θέλω να με περνάνε για κάτι παραπάνω απ’ όσο είμαι, επειδή θα μου ζητάνε πάρα πολλά.
Θέλω απλά πράματα. Και αναρωτιέμαι, μήπως, τελικά τα απλά πράματα είναι, όντως και τα πιο δύσκολα ν’ αποκτήσω.
Έτσι λένε συνέχεια. Δύσκολο να τ’ αποκτήσεις.
Και εγώ τους απαντώ: «Εγώ θα τα αποκτήσω»
Και όταν τα αποκτήσω, τότε θα αρχίσουν να μου λένε:
«Τα απλά πράματα είναι, όντως και τα πιο δύσκολα να τα κρατήσεις»
Γιατί όμως να είναι έτσι;
Γιατί όμως εγώ να είμαι έτσι;
Θέλω λίγα, συνηθισμένα και απλά πράματα.
Και φοβάμαι μήπως στο τέλος, έρθει η στιγμή που δεν θα θέλω τίποτα»

Η Θάλεια απέμεινε σιωπηλή. Ατένιζε το αόρατο κοινό της.
Ο Μάνος απέμεινε αποσβολωμένος. Αυτή η κοπέλα είχε την δύναμη να πει, έστω και στον εαυτό της, αυτά που ο ίδιος δεν τολμούσε να παραδεχτεί για τον εαυτό του.



Ο Μάνος καθόταν στην βεράντα του και παρατηρούσε τους κατοίκους του χωριού. Ήταν ένας τρόπος, ένα παιχνίδι, που το έπαιρνε όμως στα σοβαρά.
Υπερβολικά σοβαρά μερικές φορές.
Ήταν ένας τρόπος να παρατηρεί και τον εαυτό του. Έφερνε στο μυαλό του τις συζητήσεις που είχε κάνει μαζί τους, τι είχαν πει, πώς το είχαν πει και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το είχαν πει, τι μπορεί να εννοούσαν, τι ήθελαν να πούνε. Προσπαθούσε να δικαιολογήσει αυτά που άκουγε, να τα αιτιολογήσει, να τα κατανοήσει.
Δεν ήταν πολύ καλός σ’ αυτό, αλλά προσπαθούσε. Ήξερε ότι συνήθως έβγαζε λάθος συμπεράσματα, αλλά αυτό τον έσπρωχνε να συνεχίσει την προσπάθειά του και δεν τον απογοήτευε. Το αντίθετο μάλιστα. Οι άνθρωποι ήταν γι’ αυτόν άπειροι ανεξερεύνητοι κόσμοι μέσα σε έναν κόσμο. Συνέκρινε όσα έβλεπε σ’ αυτούς, με ό,τι έβλεπε μέσα του. Και κατέληγε σε νέα λανθασμένα ή σωστά συμπεράσματα.
Η έννοια του λάθους/σωστού που έδινε στα πράγματα, υπήρχε μόνο σε σχέση με άλλα πράγματα γύρω τους.
Δεν θεωρούσε τίποτα λάθος/σωστό από μόνο του.
Αυτά που έβλεπε, του έδειχναν ότι όλοι λειτουργούσαν, πότε ναι, πότε όχι, ενστικτωδώς, συναισθηματικά, λογικά. Ένα σύμπλεγμα και μια συμπλοκή μεταξύ των τριών. Οδηγούνταν, κατέληγαν, συμμετείχαν και αντιδρούσαν μεταξύ τους. Ποιοτικά και ποσοτικά μεταβάλλονταν συνεχώς.
Μέχρι εδώ, όλα αυτά ήταν ήδη κοινή γνώση και υπήρχαν γραμμένα σε εκατοντάδες βιβλία.
Αυτά, λοιπόν, έσπρωχναν τον κάθε άνθρωπο σε ένα σκοπό, σε ένα νόημα.
Και αυτό ήταν το λάθος.
Δεν υπάρχει ένα, τέτοιο, νόημα.
Το νόημα της ζωής είναι, να της δίνεις νόημα. Όχι μόνο ένα, αλλά πολλά.
Δεν υπάρχει μόνο ένα, μια άκρη, μια κορυφή. Είναι ένας συνεχής κύκλος, μια σφαίρα. Ο άνθρωπος πιστεύει ότι βρίσκεται στο κέντρο, θεωρεί τον εαυτό του το κέντρο του κόσμου του. Ενώ βρίσκεται στην περιφέρεια του κύκλου. Ασυνείδητα το ξέρει, αλλά δεν το ανέχεται.
Όλη η ανθρωπότητα το βλέπει αλλά δεν το καταλαβαίνει, αν και έχουμε προσδώσει μεγάλη σημασία στον κύκλο.
Σημαντικός ο τροχός, συμβολικό το Γιν και το Γιανγκ. Στρογγυλή η οπή της γυναίκας απ’ όπου βγαίνουμε και όπου προσπαθούμε όλη μας την ζωή κυριολεκτικά και μεταφορικά να ξαναμπούμε.
Σφαιρικά τα στήθη της.
Σφαιρικά τα μάτια μας, το πιο πολύτιμο όργανο του σώματος μετά το παχύ έντερο.
Ο κύκλος, περιλαμβάνει όλα τα σχήματα, είναι η αρχή. Ένα άπιαστο ανθρώπινο όνειρο είναι ο τετραγωνισμός του. Δεν μπορεί να είναι τυχαία αυτή η τόσο έντονη επιθυμία.
Η γη και οι πλανήτες είναι σφαιρικοί, επειδή έτσι καταλήγουν όλα, έτσι διαμορφώνονται τελικά και μόνο έτσι πρέπει να συνεχίσουν να είναι.
Δεν υπάρχει άκρη στον κύκλο. Ένα μοναδικό σημείο, μία άκρη, μία αρχή, ένα τέλος. Εμείς τα ορίζουμε, όπου και όσα θέλουμε.
Η ζωή ως κύκλος, ως σφαίρα δεν μπορεί να έχει ένα και μοναδικό νόημα, που ν’ αναζητά ο καθένας. Παύει να είναι σφαίρα, γίνεται γραμμή που καταργεί όλες τις υπόλοιπες διαδρομές – νοήματα.
Ένα θηλαστικό, το πιο αδύναμο απ’ όλα τα ζώα, με κάποιες εγκεφαλικές λειτουργίες, που λανθασμένα θεωρεί τον εαυτό του το κορυφαίο είδος στην διατροφική αλυσίδα –πάνω από τον ίδιο βρίσκονται οι ιοί, μικρόβια, βακτηρίδια κλπ που και αυτά δεν βρίσκονται σε καμία κορυφή, αφού είμαστε στην επιφάνεια μιας υποθετικής σφαίρας- το ίδιο λανθασμένα πιστεύει σε μια απάτητη κορυφή που πρέπει να αναζητήσει, ακόμα και αν δεν την κατακτήσει ποτέ. Παράνοια. Έτσι χάνονται πολλά σημαντικά, ατομικά νοήματα, στο κυνήγι ενός, υποτίθεται του πιο σημαντικού, ανεξακρίβωτου, παντοδύναμου, λυτρωτικού νοήματος. Το οποίο πρέπει, σώνει και καλά, να είναι και απάνθρωπα δυσπρόσιτο για να έχει και μεγάλη αξία.
Παραλογισμός

Με τέτοιες σκέψεις περνούσε την ώρα του, ποτίζοντας το φυτό της ματαιοδοξίας του αλλά φροντίζοντας να το κλαδεύει τακτικά, για να μην ρίχνει υπερβολική σκιά γύρω και πάνω του.
Ένιωθε ότι κέρδιζε λιγότερα απ’ όσα περίμενε.
Σκέφτονταν πώς σκέφτονται οι άλλοι.
Η Θάλεια, για παράδειγμα, που εκείνη την ώρα περνούσε και σήκωσε το χέρι χαιρετώντας.
Φορούσε μαύρο παντελόνι, φαρδύ στα πόδια αλλά αρκετά στενό ψηλά, για να αναδεικνύει τον ωραίο, στητό, σφιχτό, τορνευτό, πεταχτό πωπώ της.
Ένα (όχι μαύρο) αμάνικο μπλουζάκι άφηνε να φανεί η κοιλίτσα της.
Περπατούσε ευθυτενής, σχετικά αλύγιστα τα πόδια της, γρήγορα, για να ξεμπερδεύει γρήγορα με τους ανοιχτούς χώρους.
Όταν συζητούσε, σταύρωνε τα χέρια της. Όρθια στέκονταν πότε στο ένα πότε στο άλλο πόδι. Συνήθως έγερνε το κεφάλι, είτε μιλούσε είτε της μιλούσαν. Κοίταζε από κάτω προς τα επάνω, με ελαφρά σκυμμένο κεφάλι και σπανίως σε κοίταζε στα μάτια όταν σου μιλούσε.
Όταν χαμογελούσε, χαμογελούσαν και τα μάτια της ( αν και κάποιοι επιμένουν ότι όταν χαμογελούσε, χαμογελούσε και το σύμπαν και ότι τα αστέρια προκειμένου ν’ ανταγωνιστούν την λαμπρότητά της συνωστίζονταν όλα μαζί σε ένα σημείο, με αποτέλεσμα στον ουρανό να υπάρχουν δύο ήλιοι και στην γη ένας και πως αυτή φταίει για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και άλλα κακά που μαστίζουν την γη, αλλά αυτά είναι μάλλον φαντασιοπληξίες ερωτευμένων νεανίων από το παρελθόν της)
Όταν κάτι την ενοχλούσε, έσφιγγαν τα χείλη της.
Όταν γελούσε, γελούσε πραγματικά.
Δεν προσποιούταν και δεν έλεγε ψέματα στους άλλους. Αλλά όπως όλοι μας, δεν έλεγε πάντα την αλήθεια.
Δεν έχει πομπώδες ύφος, που φανερώνει ότι δεν υπάρχει κενό στο πνεύμα της που πρέπει να καλυφτεί, να γεμίσει.
Αναζητά την αφάνεια, μιλάει σιγανά, άρα είναι σίγουρη για πολλά σημεία του εαυτού της, που όμως δεν θέλει να τα αποδεχτεί. Περιμένει να την ανακαλύψουν, να την καταλάβουν.
Δεν ρητορεύει, ίσως επειδή οι λέξεις δεν σημαίνουν και πολλά γι’ αυτήν, δεν σκέφτεται με λέξεις..
Ίσως δεν σκέφτεται με προτάσεις, με νοήματα.
Ίσως σκέφτεται με εικόνες, με παραστάσεις, με την αίσθηση των πραγμάτων, των λέξεων, των προτάσεων. Μοιάζει με ανατολίτικο τρόπο συλλογισμού, Ινδικό.
Σκέφτεται ιμπρεσσιονιστικά.
Όπως κάποιες ζωγραφιές που είχε δημιουργήσει και του τα είχε δείξει πριν λίγες ημέρες. Είχαν μια ρεαλιστική τεχνοτροπία, μια ρεαλιστική προσέγγιση η οποία είχε μοναδικό σκοπό να τονίσει και να αναδείξει την ιμπρεσσιονιστική της διάθεση.
Οι γραμμές, το σχήμα, οι αναλογίες υπηρετούσαν το αισθητικό αποτέλεσμα της εντύπωσης.
Το μαύρο κυριαρχούσε. Μόνο το μαύρο χρησιμοποιούσε, με μια διάθεση να το δεχτεί, να το γνωρίσει, να το πιστέψει, χωρίς όμως να το πιστεύει.
Το μαύρο, ένα εργαλείο που απλά την βόλευε, την εξυπηρετούσε, τόνιζε την απλότητά της και φώναζε την εκτίμηση της στα υπόλοιπα χρώματα που τα περίμενε να αναδείξουν και αυτά με την σειρά τους την αξία του μαύρου και όχι να το καταργήσουν.
Όλα αυτά σήμαιναν και από κάτι, που ήταν μια από τις αγαπημένες ασχολίες του Μάνο. Όλα αυτά κατέληγαν σε συμπεράσματα που θα έπρεπε οι άνθρωποι να μοιράζονται μεταξύ τους, για να χαρακτηριστούν σωστά ή λάθος.
Αλλά, ποιός, στον έξω κόσμο έχει όρεξη να ασχοληθεί πραγματικά με τον άλλο;
Και ποιος τολμάει, αληθινά, να επιτρέψει στον άλλο να δει την άβυσσο μέσα του;




Και άλλες μέρες, λιγότερο ή περισσότερο εποικοδομητικές, κύλησαν.
Όποιος νέος κάτοικος έφτανε, τον υποδέχονταν όποιος τύχαινε να είναι εκεί κοντά.
Εκείνη την μέρα ο Μάνος με την Θάλεια ήταν αραγμένοι κάτω, στα χόρτα. Κάθονταν αμίλητοι. Έπαιζαν ένα παιχνίδι. Προσπαθούσαν να βρουν τι σκεφτόταν ο άλλος. Ήταν η εκατοστή εικοστή τέταρτη φορά που το έπαιζαν. Το αποτέλεσμα ήταν ακόμα 0 – 0 .
Κανείς δεν είχε μπορέσει να βρει τι σκεφτόταν ο άλλος.
«Ίσως να ήταν πιο εύκολο αν είχαμε κάποια λέξη ή λέξεις σαν βάση» πρότεινε η Θάλεια.
«Τότε θα ήταν άλλο παιχνίδι» είπε ο, ως συνήθως σπαστικός, Μάνος
Η Θάλεια τέντωσε τον λαιμό της και σηκώθηκε όρθια.
«Κοίτα ποιον κουβάλησαν εδώ»
Ο Μάνος κοίταξε στην κατεύθυνση του νεοφερμένου. Δεν τον γνώριζε.
«Ποιος είναι;» την ρώτησε.
«Ο Κώστας Μαραβέγιας»
«Μμμ» μουγκάνισε ο Μάνος
«Ωραίο παιδί, έτσι;» συνέχισε η Θάλεια.
«Μμμ» ξαναμουγκάνισε ο Μάνος
«Μμμμ» μουγκάνισε κοροϊδευτικά και η Θάλεια.
«Καλός είναι» είπε ο Μάνος
«Πολύ καλός» πρόσθεσε η Θάλεια.
« Και εγώ αν είχα την φάτσα του, ωραίος θα ήμουν» συνέχισε ο Μάνος
« Ζηλεύεις;» τον ρώτησε
« Σήμερα ναι, αύριο θα το’ χω κόψει»
«Τσιγάρο την έκανες την ζήλια»
« Είναι παρτουζιάρικο συναίσθημα»
«Τι είναι;» ρώτησε η Θάλεια.
«Κοίτα, η χαρά και ο φόβος χρειάζονται τουλάχιστον έναν άνθρωπο, είναι ατομικά. Η αγάπη, το μίσος η αδιαφορία, τουλάχιστον δύο. Η ζήλια όμως χρειάζεται έναν τρίτο να τους χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς.
Που και που την έχω ανάγκη. Την ζήλια. Μην ξεχνάς ότι μου αρέσει να παιδιαρίζω»
«Και εγώ παιδιαρίζω, αλλά όχι τόσο συχνά όσο εσύ» πρόσθεσε η Θάλεια
« Συνήθως, όμως, εσύ παιδιαρίζεις, καταφεύγεις στο παιδί, για να το χρησιμοποιήσεις, να πετύχεις τους σκοπούς σου. Εγώ καταφεύγω στο παιδί για να παίξω μαζί του, να αισθανθώ όπως αισθάνεται και αυτό»
«Προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω άσχημα για αυτό που είμαι» είπε η Θάλεια. «Ξέχασες ότι είμαι στο χωριό όσο και εσύ»
Ο Μάνος γέλασε. Η Θάλεια χαμογελαστή, νικήτρια, πήγε να μιλήσει στον Κώστα Μαραβέγια.

Αργότερα την συνάντησε ξανά στο σιντριβάνι
«Βλαμμένος σαν και εμάς είναι;» την ρώτησε.
«Δεν είναι βλαμμένος. Δεν ήμασταν βλαμμένοι» του απάντησε και μετά τον κοίταξε ψευτοθυμωμένα.
« Καλά, εσύ μπορεί να μην ήσουν. Εγώ πάντως όταν ήρθα εδώ έτσι ένιωθα. Βλαμμένος» της είπε.
«Εγώ ήμουν μπερδεμένη. Και ό,τι συνεπάγεται αυτό» είπε η Θάλεια. «Και τώρα πώς νιώθεις;» τον ρώτησε.
«Δημιουργικά βλαμμένος. Εσύ;»
«Δημιουργικά μπερδεμένη»
«Και ό,τι συνεπάγεται αυτό» είπαν ταυτόχρονα
«Το σκορ από 0 – 0 έγινε 1 – 1»
Ο Μάνος άνοιξε την αγκαλιά του. Η Θάλεια τον αγκάλιασε.
Έγιναν δύο μεγάλες αγκαλιές.
Έκατσαν κάτω.
«Αυτό, το ό,τι συνεπάγεται» είπε ο Μάνος «είναι καλό ή κακό για τον εαυτό μας;»
«Εξαρτάται πώς θα το χειριστούμε. Τόλμη, αποφασιστικότητα, θέληση, κίνητρο. Έμπνευση, που λες και εσύ. Το ένα έχει ανάγκη τα άλλα. Όλα από μέσα μας ξεκινάνε. Περιμένουν να τους δώσουμε το ερέθισμα. Όλα αλλάζουν. Έτσι και εμείς. Μικροί θεοί δεν είμαστε; Περιμένουμε να μας ανακαλύψουμε. Εμείς, εμάς.
Χωρίς εμάς, τους ανθρώπους, θα υπήρχε άραγε το χωριό;
Ενώ χωρίς το χωριό, εμείς σίγουρα θα υπήρχαμε.»
Έπεσε νέα σιωπή, αλλά ίδια με την προηγούμενη.
Ο Μάνος μίλησε πρώτος.
«Έχεις πολύ γυναίκα μέσα σου. Και αυτό αρέσει σε πολλούς άντρες»
«Και εσύ έχεις πολύ γυναίκα μέσα σου. Και αυτό, δεν αρέσει σε πολλές γυναίκες»
«Πώς το εννοείς αυτό;» την ρώτησε.
«Όπως το εννοούν οι πολλοί» του απάντησε και περίμενε.
«Στερεότυπος άντρας. Στερεότυπη γυναίκα. Με την παρεξηγημένη έννοια δηλαδή.»
«Ακριβώς»
«Και εγώ το ίδιο. Η γυναίκα όταν αγαπάει έναν άντρα, φροντίζει την αδύνατη πλευρά του. Αυτό είναι καλό και για τους δύο.
Ένας άντρας όμως, για να αγαπάει μια γυναίκα, δεν θα φροντίζει καθόλου την αδύνατη πλευρά της.»

Έπεσε ακόμα μια σιωπή.
«Θέλω να ξέρεις» της είπε ο Μάνος «ίσως αγαπάω ό,τι δεν αγαπάς εσύ, αλλά απεχθάνομαι ό,τι απεχθάνεσαι . Πάντα ήμουν με την δική σου πλευρά. Δεν ξέρω αν μπορείς να το καταλάβεις όπως το αντιλαμβάνομαι. Ποτέ δεν διαφώνησα και δεν εναντιώθηκα σε εσένα, αλλά σε κάποιες ιδέες και απόψεις που τις είχες τοποθετήσει πιο πάνω και από τον ίδιος σου τον εαυτό και τις επέτρεπες να σε εξουσιάζουν, τις προσκυνούσες, ήσουν σκλάβα τους.»
«Αυτό σαν δικαιολογία ακούγεται» του είπε «αφού και αυτές ήταν δικές μου, αυτές ήταν εγώ»
«Αν αυτές ήταν εσύ, θα τις είχες, δεν θα σε είχαν και δεν θα σε έκαναν να υποφέρεις» της είπε.
« Προσπαθούσες να με κάνεις όπως εσύ ήθελες ή σαν τα μούτρα σου;» του είπε γελαστά.
«Προσπαθώ να επηρεάσω, όχι να ελέγξω και να περιορίσω» είπε ο Μάνος.
«Δεν μου απάντησες» επέμενε η Θάλεια.
«Πιστεύεις ότι υπάρχει απάντηση, δηλαδή»
«Φυσικά και υπάρχει»
«Υπάρχει λόγος να θέλεις να υπάρχει απάντηση;» την ρώτησε.
Κοιτάχτηκαν. Χαμογέλασαν. Σιώπησαν.

Την επόμενη μέρα ο Μάνος έφυγε. Δεν ξαναμίλησαν. Περιστασιακά της έστελνε νέα του, σκέψεις του, κομμάτια της ζωής του.
Η Θάλεια του απαντούσε, σαν να έπαιζαν το παιχνίδι τους, αλλά στην δική της εκδοχή.
Του έγραφε μερικές λέξεις για να προσπαθεί αυτός να καταλάβει, τι σκεφτόταν αυτή.
.


Ολόκληρο το κείμενο εδώ!