Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Κάθε κορίτσι = κοκκινοσκουφίτσα ?

Η Κοκκινοσκουφίτσα επέστρεφε από το σπίτι της γιαγιάς της που ήταν μέσα στο δάσος για μια ακόμα φορά απογοητευμένη. Την αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της και όσο τρομακτικό και αν φαινόταν το δάσος στα άλλα παιδιά της ηλικίας της αυτή όχι μόνο δε το φοβόταν αλλά το απολάμβανε και διάλεγε κάθε φορά άλλη διαδρομή για να φτάσει στο σπίτι με τις τριανταφυλλιές, το άρωμα των οποίων της έφερνε στο μυαλό το πρόσωπο της γιαγιάς της.
Η απογοήτευσή της οφειλόταν ότι για μια ακόμα φορά δεν είχε συναντήσει αυτόν τον περιβόητο κακό λύκο που είχε φάει όλες τις γιαγιάδες όλων των κοριτσιών.
Αισθανόταν άσχημα στην ιδέα ότι επιθυμούσε να τον συναντήσει. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να φάει και τη δική της γιαγιά!!!
Δεν είναι δυνατό να ήθελε να χάσει τη αγαπημένη της γιαγιούλα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τη περιέργειά της ή για να μην αισθάνεται ότι είναι η μοναδική που δεν έχει συναντήσει τον Λύκο τον Κακό! Γιατί όμως επιθυμούσε να τον γνωρίσει ενώ ήξερε το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει?
Με αυτές τις σκέψεις είχε φτάσει στο τέλος του δάσους και διέσχιζε ένα λιβάδι που τα χόρτα έφταναν μέχρι τη μέση της. Περπατούσε πιο αργά τώρα νιώθωντας τον ήλιο στους ώμους της και τις κορυφές των σταχυών να τη γαργαλάνε ανάμεσα στα πόδια μέχρι ψηλά μια που δε φορούσε εσώρουχο κάτω από τη κοντή φούστα της. Ποτέ δε φορούσε εσώρουχο όταν πήγαινε το καλάθι με το φαγητό στη γιαγιά της. Μόνο εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι πριν την εμφάνιση του Κακού Λύκου φορούσε συνέχεια και όπου πήγαινε βρακάκι.
-Όχι, Κοκκινοσκουφίτσα, είπε στον εαυτό της, επειδή ήρθε το καλοκαίρι και θέλεις να κινείσαι άνετα στο δάσος το αφήνεις στο σπίτι. Της φάνηκε αρκετά πειστική αυτή η δικαιολογία και προτού χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας προτίμησε να γυρίσει αλλού τις σκέψεις της.
Δέκα μέτρα παρακάτω συνάντησε μια παρέα κουνελιών. Επειδή αγαπούσε όλα τα ζώα πάντα κουβαλούσε σπόρους, μαρουλόφυλλα και καρότα στις τσέπες της και όποιο συναντούσε το τάϊζε και προσπαθούσε να γίνει φίλη με όλα. Τα κουνέλια χτυπημένα από τη ζέστη ήταν μισοκοιμισμένα αλλά όταν την πρόσεξαν αυτή ήταν ήδη σκυμμένη από πάνω τους με τα καρότα στο χέρι.
Έντρομα την κοίταζαν με τα μάτια τους να έχουν πεταχτεί σχεδόν έξω, το στοματάκι τους να τρέμει προσπαθώντας να ψελλίσουν λόγια ικεσίας και σταγονίτσες να κυλάνε από τα μάτια τους
- Σε παρακαλούμε, σε παρακαλούμε, έλεος, λυπήσου μας!
Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήξερε τι να κάνει. Αυτήν φοβόντουσαν τόσο πολύ? Τα καρότα ?
-¨Οχι, όχι, προσπάθησε να τα καθησυχάσει, μη με φοβάστε. Κοιτάξτε τα χέρια μου, καρότα για εσάς έχω.
- Γιατί μας δίνεις καρότα? Μήπως θέλεις και εσύ να μας ξεγελάσεις?
-Γιατί να σας ξεγελάσω? Δε με θυμάστε? Δεν ήμουν πάντα καλή μαζί σας?
-Ναι, ήσουν καλή. ¨Ολες ήσασταν καλές μαζί μας. Αλλά γιατί αρχίσατε να μας πνίγετε?
-Ποιος σας έπνιξε? ρώτησε το ίδιο φοβισμένη με τα κουνέλια και η Κοκκινοσκουφίτσα
-Όλες οι φίλες σου. Όλα τα κορίτσια.
-Πότε συνέβη αυτό?
-Από την αρχή του καλοκαιριού. Πρώτη ξεκίνησε η Ελενίτσα του φούρναρη, μετά η Παγώνα του Κυρ Μηνά και ακολούθησαν και άλλες. Χθές ήταν η χειρότερη μέρα. Ομάδες κοριτσιών ξεχύθηκαν στους κάμπους και μας ξετρύπωναν από τις φωλιές μας. Πάνω από σαράντα φίλοι και συγγενείς μας πνίγηκαν. Τι πάθατε ξαφνικά?
Η φίλη μας δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τα κουνέλια άρπαξαν τα καρότα από τα χέρια της και εξαφανίστηκαν. Απέμεινε μόνη.
Ξεκίνησε να πάρει το δρόμο για το χωριό, για το σπίτι της. Όταν θα έφτανε θα πήγαινε σε κάθε ένα από τα σπίτια των κοριτσσιών που γνώριζε και θα τις ρωτούσε, θα τις ανέκρινε, θα τις ζητούσε εξηγήσεις. Ήταν πολύ θυμωμένη.
Τι τους συνέβαινε? Πολύ περίεργο ήταν αυτό το καλοκαίρι.......Πολλά παράξενα πράγματα έβλεπε γύρω της. Πολύ πιο παράξενα από τους γάτους με τα παπούτσια που είχαν εμφανιστεί πριν μια εβδομάδα στη πλατεία......
___________________________________________________________________________________________

Καθόταν στη βεράντα και μετρούσε και ξαναμετρούσε τα αστέρια αφού δε νύσταζε καθόλου. Γρήγορα βαρέθηκε μια που υπήρχαν όλο κι όλο δέκα αστέρια στον ουρανό. Δεν είχε μάθει τίποτα καινούριο από τα κορίτσια. Ολες είχαν παραξενευτεί με τη δικιά της επιμονή να τις μαλώνει επειδή κυνηγούσαν κουνέλια.
Όλα τα κορίτσια το θεωρούσαν πολύ φυσιολογικό το να πνίγουν κουνέλια.
Μα πως μπορούσαν να κάνουν τέτοιες βαρβαρότητες και χωρίς να νιώθουν καθόλου τύψεις? Δε τα λυπόντουσαν?
Μέσα στην ησυχία της νύχτας ένας θόρυβος ακούστηκε. Σήκωσε το κεφάλι της και αφουγκράστηκε. Ξανά ο ίδιος θόρυβος. Σα να σέρνονταν κάτι. Το φεγγάρι ήταν γενναιόδωρο σήμερα και έτσι είχε αρκετό φως ανάμεσα στις σκιές και είδε τα χόρτα να κινούνται εκεί που ήταν και η πηγή του σούρσιμου.
Προχώρησε με γρήγορα αλλά αθόρυβα βήματα προς τα εκεί και αντίκρυσε έναν δεμένο και φιμωμένο λύκο να τον τραβάνε δύο ομάδες κουνελιών. Κάποια από αυτά ήταν τα ίδια που είχε συναντήσει εκείνο το μεσημέρι και τα οποία έκαναν σήμα στα άλλα που είχαν τρομάξει στη θέα της να ηρεμήσουν. Δε κινδύνευαν από αυτή τη κοπέλα.
-Τι κάνετε με το λύκο? τα ρώτησε
-Σσσσ κάνε ησυχία,βοήθησέ μας να τον πάμε στη σπηλιά και θα σου εξηγήσουμε.
Η σπηλιά δεν ήταν μακρυά και όταν έφτασαν έκατσαν όλοι οκλαδόν με το λύκο ακουμπησμένο στον έναν τοίχο και στη μέση της σπηλιάς οι υπόλοιποι.
Η Κοκκινοσκουφίτσα έριχνε ματιές στο Λύκο προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν Κακός, αν ήταν αυτός για τον οποίο μιλούσαν όλες και τον φοβόντουσαν. Αν και δεν της φαινόταν και τόσο τρομερός, το αντίθετο μάλιστα. Καλούλης.
-Μη σε ξεγελάει, διέκοψε τις σκέψεις της ένα κουνέλι. Αυτός φταίει για το κακό που μας έχει βρει.
-Ήξερα ότι οι λύκοι τρώνε κουνέλια, του απάντησε η φίλη μας, αλλά γιατί να φταίει για τη μανία των κοριτσιών να σας εξοντώνουν?
-Δε μας εξοντώνουν, μας πνίγουν, τη διόρθωσε ένας άλλος κούνελος. Έχει διαφορά. Ξέρουμε τους εχθρούς μας που μας κυνηγάνε για να μας φάνε. Το δεχόμαστε και προσέχουμε. Οι φίλες σου όμως δε μας τρώνε. Μας πνίγουν και μας πετάνε μετά. Δε το κάνουν για να ζήσουν. Το ευχαριστιούνται! Μας σκοτώνουν απλά και μόνο για την ευχαρίστησή τους. Τι σόϊ άνθρωποι είσται όταν απολαμβάνετε το φόνο? Το ένα ζώο τρώει το άλλο, έτσι μας είπε η μαμά φύση. ¨οταν όμως συμβαίνει αυτό, δεν είναι έργο της Μητέρας αλλά κάποιου άλλου. Και αυτός ο άλλος είναι εκεί πέρα
-Ο λύκος? Αυτός που σας τρώει? Γιατί να θέλει να σας πνίγουν?
-Δεν είπαμε ότι θέλει να μας πνίγουν. Αυτός φταίει που τα κορίτσια μας πνίγουν επειδή αυτός έχει φάει τις γιαγιάδες τους.
Η Κοκκινοσκουφίτσα δε καταλάβαινε τίποτα.
Τα κουνέλια είδαν την απορία στην έκφρασή της.
-Κοίτα ούτε και εμείς ξέρουμε τι τις κάνει και τις ποτίζει με τέτοιο μίσος, αλλά επειδή τριγυρνάμε σε όλη τη περιοχή το συζητήσαμε μεταξύ μας, όσοι έχουμε μείνει , και καταλήξαμε ότι η γενοκτονία μας άρχισε την επόμενη μέρα που αυτός ο συγκεκριμένος λύκος έφαγε τη πρώτη του γιαγιά
¨ενα μουγκρητό διαμαρτυρίας ακούστηκε από τον αιχμάλωτο. ¨ηθελε κάτι να πει.
Η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε και του έβγαλε το μαντήλι από το στόμα
-Αυτό είναι ψέμα, διαμαρτυρήθηκε ο λύκος. Ούτε έχω φάει τις γιαγιάδες, ούτε φταίω εγώ που σας σκοτώνουν.
-Και τότε που είναι οι γιαγιάδες? Και γιατί αλλάζουν τα κορίτσια όταν σε βλέπουν?
-Δώστε μου λίγο νερό και θα σας τα πω όλα. Και αν δε με πιστέψετε και με σκοτώσετε, το κρίμα θα είναι στο λαιμό σας.
Ήπιε μια κανάτα νερό, κοίταξε τη φίλη μας και τα κουνέλια, έβηξε και είπε:
-Καταρχήν δεν έχω πάει σε καμία γιαγιά. Αυτές με καλούνε και μόνο τότε πηγαίνω. Δεύτερον δεν τις τρώω. Από μόνες τους πάλι αποφασίζουν να φύγουν. Εϊναι όλες συγκεντρωμένες στο Γιαγιοχώρι. Μη σπάτε το μυαλό σας να θυμηθείτε που είναι. Μόνο όταν είσαι γιαγιά μαθαίνεις που είναι και σου επιτρέπουν να μπεις αλλά όχι και να βγεις.
Οι γιαγιάδες, λοιπόν, όποτε αποφασίσουν, με φωνάζουν, μου δίνουν τα ρούχα τους και μου αναθέτουν να μιλήσω στις εγγονές τους για όλα αυτά που τους είχε πει ένας άλλος λύκος όταν ήταν και αυτές μικρές. Πρέπει να φαίνεται ότι τις τρώω για να είμαι ο Κακός της ιστορίας, να παίρνω κατά κάποιον τρόπο εγώ τις αμαρτίες τους. Μια γιαγιά δε μπορεί, δεν επιτρέπεται να χαλάσει την εικόνα της στα μάτια της εγγονούλας. πρέπει να φαίνεται πάντα η καλή, έτσι όπως την έχει φανταστεί.
Εγώ λοιπόν όταν φέρνει η κάθε μικρή το καλάθι της και με αντικρίζει λέω πάντα την ίδια ιστορία. Για το πως, από εδώ και πέρα που θα είναι μόνες στο κόσμο, θα πρέπει να μάθουν να αγαπάνε όλα τα πλάσματα, να μοιράζονται μαζί τους τις χαρές και τις λύπες, να τα βοηθάνε, να τα προσέχουν, να τα φροντίζουν. Και ότι μόνο έτσι θα καταφέρουν το ίδιοα να αγαπάνε και να φροντίζουν τον εαυτό τους και μόνο έτσι και οι άλλοι θα τους φέρονται το ίδιο. Τα πιο πολλά κορίτσια είναι όμως χαζά και δε προσέχουν τι τους λέω παρά μόνο το μυαλό τους τρέχει στο να με ρωτάνε γιατί έχω τόσο μεγάλα αυτιά, τόσο μεγάλο στόμα, τόσο μεγάλα δόντια και γενικώς ρωτάνε για ό,τι βρίσκουν μεγάλο πάνω μου. Εγώ τους εξηγώ για τον κύκλο της ζωής, για το πως τρέφονται όλοι, για το πόσο αγαπάω τα κουνέλια που είναι, είσται η βασική μου τροφή και αυτές επειδή έχουν το μυαλό τους δε ξέρω και εγώ που, νομίζουν ότι η αγάπη μου για τα κουνέλια πως είναι μίσος, επειδή για να σας φάω πρέπει να σας σκοτώσω πρώτα. Και από όλα αυτά που ακούνε αρχίζουν αντί να θαυμάζουν ακριβώς αυτά που τους αναφέρω να θαυμάζουν εμένα! Μέγα λάθος. Αυτό με τη σειρά του τις οδηγεί να θέλουν να με μιμηθούν και διαλέγουν τον χειρότερο τρόπο, σκοτώνοντάς εσάς! Πως μπορώ να φταίω αν αυτές δε καταλαβαίνουν? Τι ευθύνη έχω εγώ αν δε βλέπουν ότι και εγώ ανήκω σε αυτόν τον κύκλο της ζωής που ανήκετε και εσείς?
Τα κουνέλια δεν έδειξαν να πολυνοιάζονται για τις εξηγήσεις του. Αυτά ήθελαν να λύσουν το δικό τους πρόβλημα. Αντιθέτως η Κοκκινοσκουφίτσα ήθελε να ρωτήσει και άλλα τον λύκο.
-Δηλαδή Λύκε, θέλεις να πεις ότι δεν είσαι κακός?
- Μα στα μάτια σας πρέπει να είμαι κακός. Ούτε εσύ καταλαβαίνεις? ΠΡΕΠΕΙ να είμαι κακός! Και η Γιαγιά ΠΡΕΠΕΙ να είναι η καλή.
-Σε εμένα όμως δεν εμφανίστηκες. Γιατί δε σε κάλεσε η γιαγιά μου?
-Εσύ ποια είσαι?
-Η Κοκκινοσκουφίτσα
-Α,έκανε με έκπληξη ο Λύκος. Δε με κάλεσε επειδή σε προορίζει για Λύκο




Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη...και έτσι, από τότε η ηρωϊδα μας αναρωτιέται και ζητάει διευκρινήσεις, ενώ είναι και Λύκος, Κακός ενίοτε αλλά είναι και εγγονούλα με το σπόρο μιας γιαγιάς μέσα της να περιμένει να φυτρώσει και αναλόγως την απόσταση και τον τρόπο που την κοιτάζει ο καθένας και τι θέλει να δει , γίνεται πότε ορατή και πότε αόρατη, αρκει να πατήσεις τα κατάλληλα κουμπια της ή τα ερεθίσεις...κουμπιά που ο καθένας συνήθως αγνοεί ή ελάχιστα αντιλαμβάνεται ότι κατέχει, πόσο μάλλον πως λειτουργούν....

4 σχόλια:

ε ί μ α ι τ υ χ ε ρ ο ς; είπε...

Πολυ καλό και πρτοτυπο...Keep up...Καλησπέρα

Σγουραμαλης είπε...

merci, περιμενω και τα δικα σου κειμενα, αν θ'ελεις να φιλοξενηθείς

Καραβάκι είπε...

Yπέροχο το κείμενο.Για ένα παραμύθι που έχει συζητηθεί και αμφισβητηθεί πολύ.Καλό σαββατοκύριακο!

Ρίκη Ματαλλιωτάκη είπε...

!!!!!!!

Μόνο αυτο